- Καλημέρα. Ενδιαφέρομαι για την παροχή φωτοστέφανου και φτερών. - Βεβαίως, εδώ είναι οι αιτήσεις. Μην ξεχάσετε να συμπληρώσετε τον αριθμό πούπουλων και το όνομα πατρός υιού και αγίου πνεύματος. - Ξέχασα όμως να μετρήσω τη διάμετρο του κρανίου μου, έχετε έναν πρόχειρο κρανιομετρητή; - Ναι πάρτε αυτόν, αλλά προσοχή γιατί είναι και κρανιοθραύστης - Ναι, ναι γνωρίζω. Έχω κι εγώ έναν στο σπίτι.
Αγαπητέ μου θείε Ροβεσπιέρο και ταυτόχρονα υπουργέ της απόλαυσης,
Σε ευχαριστώ για τα θερμά σου συλλυπητήρια για το σπίτι που άφησα και σε παρακαλώ να μην στεναχωριέσαι. Η ζωή εκεί ήταν ούτως ή άλλως ανιαρή και τα απογεύματα περνούσαν πάντα με τσάι και τηλεόραση. Δεν θα μου λείψει τόσο. Μήπως όμως - και αυτός είναι ο κύριος λόγος που σου γράφω - είδες τις ριγέ μου τις παντόφλες με τα κουνελάκια; Τελευταία φορά που τις είδα ήταν στα πόδια σου, όταν μου τις ζήτησες να πας τουαλέτα και υποσχέθηκες πως θα τις αφήσεις εκεί που τις βρήκες. Σε ρωτάω όχι εξαιτίας κάποιας υποψίας εις βάρος σου, απλά θυμόμουν ότι τις αγαπούσες ιδιαίτερα και όταν μου τις δώρισες, επέμενες - παρά τα δάκρυά μου - να κρατήσεις τη μια. Το θυμάσαι βρε θείε μου; Έμαθες για τον Γουιλιέλμο Τιμόθεο; Ελπίζω όχι και θα σου πω εγώ. Σταμάτησε την έκφυλη ζωή, το αλκοόλ και τα μπισκότα και μάλιστα η θεία Ευδοξία μου είπε ότι τον πήρανε να δουλέψει ως μόνιμος στην εκτροφή παγωνιών. Ίσως και εμείς θα έπρεπε να το δοκιμάσουμε, δεν είναι έτσι; Ω! Παραλίγο να το ξεχάσω! Έχω γράψει ένα πολύ όμορφο ποίημα και θα ήθελα να το διαβάσεις, θείε μου, και να μου πεις τη γνώμη σου που πάντα εκτιμούσα. Ξέρεις, η έμπνευσή μου αυτές τις μέρες ρέει τόσο αβίαστα που ώρες ώρες νιώθω σαν γραμματέας μιας υπέρτατης ύπαρξης.
ΟΥ ΚΛΕΨΕΙΣ Μαράζωσαν κι οι πέργκολες. Τα λευκά σου δόντια με χαιρετούν από μακριά πριν από σένα Στράγγίξαν οι μέρες και το τερπνόν μετά από το ωφέλιμο και όχι συνάμα επήγε Οι κοινές μας αναμνήσεις σαν σε πλοίο έρχονται και μόνο εν όνείρω Δυο κουκουβάγιες μου ψελλίζουν τα νέα σου ενώ εσύ αποσπάς αγαπημένα υποδήματα κουνελοφόρα εις το όνομα της μπαμπεσιάς, της πονηριάς και του αγίου ψέματος αμήν
Σου άρεσε; Σκέφτομαι να εκδώσω την ποιητική μου συλλογή αύριο και όχι όπως λέμε "αύριο - μεθαύριο". Πραγματικά αύριο! Σε αγαπώ θείε μου. Εύχομαι οι μέρες της απόλαυσης και των καθαρών εσωρούχων να μη σωθούν και ό,τι αυτό συνεπάγεται. Φιλιά στη θεία Μπάρμπαρα!
Ένας στοργικός φιλόσοφος κάποτε είπε ότι τα μαλλιά στέκονται ακίνητα γιατί περιμένουν κάποια δάχτυλα να τα περάσουν πίσω από τα αυτιά. Η αγκαλιά μιας πετσέτας δεν είναι ποτέ αρκετή. Της θάλασσας περισσεύει. Τα στραφτάλια της τυλίγουν το γυμνό σώμα στην άγια θαλπωρή της. Όταν ήμουν μικρή νόμιζα πως θυμόμουν πώς να αναπνεύσω μέσα στη θάλασσα, αν προσπαθούσα λίγο. Ίσως και να γινόταν τότε. Τώρα σίγουρα όχι. Έχω διδαχτεί ότι δεν μπορώ. Ποκόϊ σαναμόι ντιλούζ σανζ, μπρινς λιλουιόν νοτικέι τσιούρς που πάει να πει Όταν τα μάτια κλείνουν Βλέπουν το χρώμα της στοργής.
Δόντια γεμάτα χαμόγελο. Χαμόγελο γεμάτο δόντια Μάτια γεμάτα υποχρέωση. Υποχρέωση γεμάτη φόβο Φόβος που μπλέκεται σαν τσίχλα στα πόδια μας και αργούμε να φτάσουμε στον προορισμό μας. Υπάρχει όμως εκείνο το πρωϊνό που ξημερώνει και νιώθεις ότι είσαι δίπλα στη θάλασσα και όλος ο κόσμος κοιμάται ακόμα και κοιτάς τον ήλιο με βλέμμα καθαρό και αυτός σε φιλά στο μάγουλο. Για όλους υπάρχει ένα πρωϊνό, που ο ήλιος τους ξαναβαφτίζει και σαν παιδιά σηκώνονται, τινάζουν τα χέρια, γελούν και συνεχίζουν.
Κοχύλι που βαριανασαίνεις θάλασσα
Τη θάλασσά σου άκουσα
Και περδικλώθηκα σε κότσο αναμνήσεων
Αλμυρές αναμνήσεις
Ρουφάω το θαλασσόνερο από τα μαλλιά μου
Αναμνήσεις που κυλάνε σα ζεστό νερό από το αυτί μου.
Περπατάγαμε ώρες ατέλειωτες το μεσημέρι,
Το παγωτό έσταζε στα πόδια μας
και ο χρόνος χανόταν στα στάχυα.
Κάναμε κούνια σαν να μην υπάρχει άυριο και ο θεός μας γαργαλούσε στην κοιλιά
Τα ροδάκινα ήταν πιο νόστιμα από ποτέ όταν τα έπλενες στο κύμα
Η ψαρόσουπα μας περίμενε σε καφέ διαφανή πιάτα.
Κίτρινο κοτοπουλάκι χοροπήδα με τη βοήθεια των χνουδωτών φτερών σου. Χνουδάκι που αιωρείσαι, λαμπύρισε μπροστά από μια φωτοδέσμη που τρύπωσε από τη λουλουδιαστή κουρτίνα. Λουλουδάκι ασπρουλάκι θα σε λέω μελισσάκι. Το ήξερες πως οι μέλισσες στέλνουν μια από αυτές να βρεί ένα καλό μερος με πολλά λουλούδια και γυρνάει στις άλλες και τους δίνει οδηγίες για το πώς ακριβώς να πάνε! Θα πας ευθεία και στα 200 μέτρα θα κάνεις δεξια. Δώσε μου τα χεράκια σου να τα φιλήσω. Η θάλασσα πηγαινοέρχεται και βρέχει τους κώλους μας ενώ εμείς ψάχνουμε βοτσαλάκια. Φαντάσου τί μπορεί να υπάρχει στον πάτο του πηγαδιού. Πού θα φτάσεις αν κάνεις κούνια με όλη σου τη δύναμη; Μπορείς να έχει τα πάντα αν αφήσεις τον εαυτό σου ελεύθερο λέει.
Ένας φαφλατάς ιππόκαμπος κάποτε ισχυρίστηκε ότι το χρώμα της ενέργειας που διέπει όλα τα πράγματα όλης της πραγματικότητας είναι ένα χρυσαφένιο καφέ. Οι ιππόκαμποι ξέρουν την αλήθεια λόγω του σχήματος τους. Ο ιππόκαμπος. Ένας ίππος σε ένα κάμπο από χρυσαφένια κοράλια μέσα σε αφράτη θάλασσα..
Μια φορά που στεναχωριόμουν, ανέβηκα κι εγώ σε έναν ιππόκαμπο. Ήταν απόλυτα συγκεντρωμένος στο δρόμο του και ένιωθα στην αρχή αμήχανα. Τα μικρά κοκαλάκια του με τσιμπούσαν αλλά έπειτα δε με ένοιαζε.
Γιατί με ταξίδεψε σε κάποια μυστικά μέρη του ωκεανού πέρα από το κατανοητό. Όταν ο βυθός πια δε φαινόταν και δεν μπορούσα με σιγουριά να πω ποιο είναι το πάνω και ποιο είναι το κάτω, ιριδίζοντα κοπάδια από μπουρμπουλήθρες πρόβαλλαν τον εαυτό μου σαν πλάσμα της θάλασσας κι έτσι τα κοπάδια λέξεων στο κεφάλι μου έσπασαν και διαλύθηκαν στο αλατόνερο.
Τότε ο χρόνος ξεχάστηκε και προλάβαινα να βλέπω κάθε σκέψη μου να έρχεται με τα πόδια, να την καλοσωρίζω και να παίζουμε σαν μικρά παιδιά. Τότε η καρδιά μου άνοιξε και ξεχύθηκε και αυτή στα νερά. Της φωναξα "μη στα βαθιά" και αυτή έφτασε στην άλλη άκρη της γης και εγώ γέλασα με την καρδιά μου.
Φτάνοντας στην επιφάνεια, τα πράγματα επέστρεψαν αργά και άτσαλα στα συνήθισμενα τους σχήματα. Όταν o ιππόκαμπος με άφησε σε ένα κύμα κοντά στην ακτή τον φίλησα και ένα δάκρυ από άμμο κύλησε στο ανέκφραστο πρόσωπό του και κατέληξε στη μπλούζα μου.
Ούτε να καπνίζω μου αρέσει ούτε να πίνω. Θα ήθελα να μου πεις λοιπόν τι να κάνω τα χέρια μου όταν μιλάμε.
Κάνουν σαν ανήσυχα φίδια που ψάχνουν να κρυφτούν Αν τα άφηνα ελεύθερα ξέρω πως θα μπλέκονταν σχηματίζοντας μια πλεξούδα
και τα μάτια μου;. Κάποιες στιγμές φοβάμαι πως θα αλληθωρίσωαν παραμείνω λίγο παραπάνω στο βλέμμα σου. Γιατί; Φοβάμαι ότι θα με προδώσουν;
ότι θα καταλάβεις πως θέλω να γίνω το πιρούνι και εσύ το κουτάλι; εσύ η σκούπα και εγώ το φαράσι; Εγώ τα ντραμς και εσύ το μπάσο; Όχι, εγώ το μπάσο. Εγώ και εσύ; Αστείο μου φαίνεται. Και τα πόδια μου; θα ήθελαν να χωριστούν από το σώμα και να φύγουν. Να μην πάρουν μέρος σ’ αυτή τη διαδικασία, για ποιο λόγο; Ένα αμήχανο πέρα δώθε που καταλήγει σε άχαρο χορό.
Γι αυτό σε αυτές τις περιπτώσεις θα προτιμούσα να είμαι μια μπάλα. Απλά να κύλαγα προς τα σένα χωρίς να εκτεθώ. Θα βόλευε να κουλουριάζομαι όπως κάποια σκουληκάκια που φοβούνται το άγγιγμα. Ξέρω όμως ότι δεν είναι ελκυστικό. Πώς να σε έλξω;
Θα ήθελα να βρω την άνεση και να σου πω: «θέλω να σε πασπαλίσω με κακάο και να σε φάω με το τσάι» αλλά είμαι αδύναμος.
Και ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο; Με όλες αυτές τις ασχολίες ξεχνάω να δω εσένα.
Ο χρόνος μου. Ο δικός μου χρόνος. Ο αγαπημένος μου. Ακόμα και το τίποτά του, ακόμα και οι πολύωρες παύσεις και η σιωπή του είναι μεγαλείο. Ακόμα και η απουσία σου είναι συναίσθημα υψηλό, εκείνες τις στιγμές, γίνεται μέρος μιας υπέροχης τέχνης, μιας μελωδίας που κάνει τα λουλούδια να ανθίζουν.
Ο χρόνος μου, όταν είμαι μόνη και ξέρω ότι χρόνος δεν υπάρχει. Τότε τα νερά μου ηρεμούν, τότε βασιλεύω, τότε είναι που γίνομαι ένα, ένα με το ένα και ένα μεσα στο ένα.
Τα μάτια μας γουργούριζαν κι έτσι πήγαμε ένα ταξίδι στη χώρα των ταιριαστών χρωμάτων. Ο δρόμος για εκεί ήταν υπέροχος καθώς και ο δρόμος από εκεί για πίσω εδώ.
Αιωρηθήκαμε πάνω από ασύλληπτες εκτάσεις μαύρου υφάσματος επενδυμένου με εκατομμύρια φωτεινές χαντρούλες και σου έδειχνα και μου έδειχνες τις φλέβες από λάμψεις που έμοιαζαν με την ακτινογραφία ενός λαμπερού πλάσματος. Κάποιες στιγμές το ύφασμα κάλυπταν τόνοι από φρέσκο ασημένιο βαμβάκι.
Όταν φτάσαμε στην πόλη, η μύτη πρώτη και όχι το μάτι, χόρτασε από μυρωδιές, γλυκές και φουρνιστές, βουτυρένιες και τσικνιστές μυρωδιές που υποννοούσαν γέυσεις που είχα ξεχάσει, κριτσανιστές ή ζουμερές, άντικείμενα φαγώσιμα που ήθελα άμεσα να φιλοξενήσω και μετά ήρθαν οι εικόνες, τα χρώματα, οι δρόμοι, τα κτίρια, οι άνθρωποι, κι άλλοι άνθρωποι. Τα μάτια, ανοιγοκλείνοντας, μασούσαν τα πάντα στο πέρασμά τους.
Τα δέντρα με τις αραχνοϋδείς απολήξεις, και τα σπιτάκια, όλα ταιριασμένα σαν κουκλόσπιτα ενός πολύ τακτικού κοριτσιού με ξανθιές κοτσίδες. Τόνοι από φανταχτερό νέον τραγουδούσαν βροντόφωνα στα μάτια μας κι εμείς λουστήκαμε περνώντας.
Τώρα κάθε που κλείνουμε τα μάτια μας, χορτασμένα, όλο έμπνευση αυτά πλέκουν εικόνες νέες με χρώματα, όλα όσα είδαμε μασημένα κι εμείς μαζί και η χαρά μας, όλα ξαναταιριασμένα. Τα μάτια μας θυμούνται το μεγάλο φαγοπότι.
Μη χαθείς
σε παρακαλώ μη σβήσεις
Μη σβήσεις απ' τη μνήμη μου
Μείνε λίγο
Μείνε λίγο ακόμα να κρατήσεις την αγωνία της σιωπής
Αφού το ξέρεις δεν θα ξαναζήσω δυο φορές
Δεν είσαι εσύ δεν είσαι σαν τις άλλες αναμνήσεις
δεν είσαι εσύ δεν είσαι μια ξεθωριασμένη εικόνα
Εσύ είσαι άνεμος
Αν μαζέψεις όλα τα κομμάτια της ύπαρξής σου, σε όλες τις εκτάσεις του χρόνου, θα θυμηθείς πως είσαι πρόσωπο ηλιόλουστο και παιχνιδιάρικο. Αν θυμηθείς εις βάθος, θα νιώσεις το εσωτερικό χαμόγελο. Και αν κάνεις σιωπή, έτσι όπως κάνεις σιωπή για να ακούσεις ψίθυρους, θα ακούσεις τον ήλιο να ανατέλει.