Αυτη τη στιγμή περπατάω. Περπατάω δηλαδή εδώ και ώρα, αρκετή ώρα ώστε να έχω φτάσει στο σημείο να νιώθω ότι αυτη ειναι η φυσική μου κατάσταση. Δεν περπατάω πολύ γρήγορα ούτε πολύ αργα φυσικά, σίγουρα δεν ειναι περπάτημα πόλης, με διακοπές σε φανάρια και άγχος και τσάντες. Περπατάω σε έναν δρόμο και είμαι απολύτως μόνη, δεν έχω δει άνθρωπο εδώ και πολλή ώρα.
Είναι πολύ ωραία αυτή ώρα, που ο ήλιος είναι πορτοκαλής και μαχμουρλής έτοιμος για ύπνο, και κάνει τα πάντα να φαίνονται ξένοιαστα και ροδαλά. Ιδιώς τα στάχυα, την ξανθιά γη, αλλά και τα πλατάνια. Κι όμως όλα αυτά που γεμίζουν τα μάτια μου τώρα, ο άδειος φιδωτός δρόμος, τα αστεία έντομα, τα χνουδωτά φυτά όλα αυτά τα υπέροχα πλάσματα θα ήταν μισά χωρίς τις μυρωδιές που έρχονται από διάφορες κατευθύνσεις, βότανα, δυνατές εκκωφαντικές μυρωδίες με θράσος, κακά προβάτου, κακά αλόγου, εναλλάσονται με γλυκά εγκάρδια αρώματα γιασεμιών. Και εγώ περπατάω, και μουρμουρίζω ένα τραγούδι που λέει για έναν περπατητή ενός μεγάλου δρόμου, ενός ξένοιαστου περπατητή που μασάει ένα στάχυ.
Περπατάω. Μπροστά μια γάτα περπατάει αργά, ράθυμα σαν κουρασμένος οδοιπόρος. Την ακολουθώ, δεν με εχει δει. Αυτός είναι ο σκοπός μου για τώρα και δεν χρειάζεται να είναι πιο περίπλοκος. Αυτή η γάτα φαίνεται να ξέρει που πηγαίνει. Μια μικρή λάμψη στο θάμνο που παρατήρω θα μετατραπεί σε ολόκληρο σενάριο για πυγολαμπίδες αργότερα στο όνειρό μου.