Το στόμα της Έμμας ήταν μέσα στο αίμα και αυτό το λογοπαίγνιο ήταν το μόνο πράγμα που είχε απομείνει στο μυαλό του. Τα δόντια, ίσα που ξεπρόβαλλαν από την κόκκινη λιμνούλα, το ρουφηχτήρι σάλιων μούγκριζε σαν λαβωμένος δράκος και είχε αλλάξει το χρώμα του. Τα χέρια του έτρεμαν ψάχνοντας τα εργαλεία του. Το μπλοκαρισμένο μυαλό του, μια μπλε οθόνη χωρίς καμιά δυνατότητα για ctrl+alt+del. Τις σελίδες από όλα τα ιατρικά βιβλία που είχε διαβάσει σαν να τις φύσηξε ένας αδυσώπητος άνεμος και να τις σκόρπισε από το παράθυρο του μυαλού του. Του καημένου μυαλού του. Πού πήγε αυτή η μαρμάρινη σιγουριά για τον εαυτό του, που είχε με κούραση χτίσει τα τελευταία χρόνια; Οι λεπτές κινήσεις που έκανε μηχανκά, με την ίδια άνεση και σβελτάδα που ένας σουβλατζής τυλίγει τις πίτες;
Ήταν λάθος του, γιατί έβλεπε όλα αυτά τα καμπανάκια που τόσον καιρό του χτύπαγε ο οργανισμός του ότι κάτι δεν πάει καλά και δεν έκανε κάτι δραστικό. Πριν λίγες μέρες είχε για τέταρτη φορά αγοράσει καινούριο ζευγάρι φτηνά παππούτσια από το κινέζικο μαγαζί, δυο στενά κάτω από το ιατρείο, γιατί πάλι είχε φτάσει στη δουλειά φορώντας παντόφλες. Η πωλήτρια τον είχε πάρει στο ψιλό αυτή τη φορά. Γύρισε πίσω καταντροπιασμένος. Ενώ στην αρχή του φαίνονταν κωμικές οι καθημερινές αφημηρημάδες του, τώρα πλέον τον τρόμαζαν, του κατέβαζαν τα βρακιά από το φόβο, αλλά ακόμα περισσότερο τον απωθούσε η ιδεά και μόνο να πάει σε κάποιο γιατρό γι αυτό. Και να κάνει τι; Να πάρει κάποιο από αυτά τα φάρμακα; Λες και δεν τα ήξερε αυτά τα φάρμακα.
Η lounge μουσική και το ζεν περιβάλλον που είχε φτιάξει στο ιατρείο του έμοιαζαν κωμικά τώρα. Κάθε μέρα άκουγε αυτά τα πολύ χαλαρωτικά κομμάτια που όντως τον κάλμαραν και τα σιγορμουρμούριζε καθώς σφράγιζε κουφάλες. Οι γυναίκες ασθενείς συνήθως τα σχολίαζαν πολύ θετικά, όμως αυτή την τραγική στιγμή ακούγονταν πολύ διαφορετικά. Smooth Operator τραγουδούσε βελούδινα η Σαντέ, η αγαπημένη του. Τον ειρωνευόταν ακόμα κι αυτή. Τώρα θα ταίριαζε περισσότερο κάτι από Rage Against the Machine. Δυνατά μπάσα και κραυγές και ένας ρυθμός που θα ταίριαζε με τα βήματα της απόδρασής του. Ίσως αν η Σαντέ τραγουδούσε ένα κομμάτι τους σαν λυσασμένη γάτα: «They say jump you say how high» να ούρλιάζε αφηνιασμένη και σάλια να τρέχουν από το στόμα της με πάθος καθώς έσκιζε τα ρούχα της. Ναι αυτό θα ταίριαζε και θα είχε μεγάλο μουσικό ενδιαφέρον, όμως τώρα έπρεπε να κάνει κάτι άμεσα με το ανοιχτό στόμα-κόλαση.
Η κοκκινομάλλα Έμμα ωστόσο δεν αντιδρούσε. Τα μεγάλα πράσινα μάτια της ήταν ήρεμα και σταθερά παρκαρισμένα πάνω από τον προβολέα. Έμοιαζε με πορσελάνινη κούκλα. Δύο τα τεινά: ή ήταν απλά πολύ ευγενική και ψύχραιμη ή την είχε πιάσει η ένεση και την είχε ακούσει για τα καλά. Η αλήθεια κάπου ανάμεσα. Η ώρα περνουσε και ευτυχώς ήταν η τελευταία ασθενής της ημέρας.
Έξω, στο μεταξύ, η σκοτεινιά είχε απλώσει. Ήταν η φάση που αρχίζει και βραδιάζει από νωρίς και καταλαβαίνεις ότι το καλοκαίρι είναι πίσω σου και νιώθεις ότι δουλεύεις πιο πολύ αφου ξεκινάς με ήλιο και φεύγεις με φεγγάρι. Σίγουρα ήταν και αυτό το βλέμμα της που τον αποσυγκέντρωνε.
Το μόνο πλέον δεκανίκι της μνήμης του ήταν η ατζέντα του. Δεν ήθελε ποτέ να ξαναγράψει σε αυτή την βρωμοατζέντα-θρίλερ, γεμάτη από τα βιαστικά μπλε γράμματα του, που αποφάσιζαν την μοίρα του μέχρι το μακρύ μέλλον, λεπτό προς λεπτό. Ήθελε να την κάψει και μετά να πατήσει πάνω στις βρωμερές στάχτες της κι ας ήταν το δεξί του χέρι. Να μπορούσε να έγραφε απλά γι αύριο αυτό:
10:00 να χαθω σ’ αυτό το βλέμμα της Έμμας
10:30 να βουτήξω στη θάλασσα αυτών των θαυμάσιων ματιών που ήταν πραγματικά έργα τέχνης και να βγω σε κάποιο εξωτικό νησί,
10:50 να μείνω για πάντα εκεί, πίνοντας κοκτέηλ κάτω από το ηλιοβασίλεμα.
Γιατί να μην μπορούσε να πατήσει ένα κουμπί και να βρεθούν οι δυο τους κάπου άλλου,σε ένα μπαρ και να τη φλέρταρε με τα αυτοσαρκαστικά αστειάκια του που πάντα έπιαναν; Του έπεφτε μικρή φυσικά αλλά έτσι για τη χαρά του φλερταρίσματος.
Γιατί εδώ έτσι; Γιατί στην κοπελίτσα; Πλέον δεν τολμούσε να την κοιτάξει κάτω από τη μύτη της. Σκέφτηκε για λίγο απλά να τα αφήσει όλα και να φύγει. Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων για τον οδοντίατρο που εγκατέλειψε την ασθενή του ήδη παρέλαυναν στο μυαλό του.
«χλλμμμλκκχχχ» μουρμούρισε ξαφνικά η Έμμα
«Τι; Θέλεις να πεις κάτι καλή μου;» είπε ο γιατρός κοκκαλώνοντας ολόκληρος. Η μόνη κίνηση πάνω του ήταν μια σταγόνα ιδρώτα που κατρακύλησε από το μέτωπό του πάνω στο λουλουδιαστό μανίκι της. Η Έμμα έβγαλε το ρουφηχτήρι, μπούκωσε νερό και έφτυσε αρκετές φορές στο νιπτηράκι δημιουργώντας κόκκινες ψυχεδελικές δείνες. Ο γιατρός περίμενε σαν στρατιωτάκι αμίλητο, ακούνητο, αγέλαστο. Η Έμμα γύρισε και τον κοίταξε με ένα κοκκινιστό χαμόγελο.
«Έχει πανσέληνο σήμερα» του είπε. Ο γιατρός δεν ήξερε τι να απαντήσει σε αυτή την πορφυρή ανακοίνωση και διατήρησε τη στάση ακινησίας.
Η Έμμα σηκώθηκε με μια κίνηση και τον έπιασε από το χέρι σέρνωντάς τον έξω από το ιατρείο. Αυτός ακολούθησε σαν ανδρίκελο, περπατώντας σαν να είχε ξεχάσει ακόμα και τις βασικές αρχές του περπατήματος. Ανέβηκαν όπως - όπως τις σκάλες προς την ταράτσα της πολυκατοικίας. «Θα το κάνει να φανεί σαν αυτοκτονία» σκέφτηκε ο γιατρός και σαν πρόβατο που πάει στη σφαγή έφτασε μαζί της στην γωνία της ταράτσας, έτοιμος να δεχτεί τη μοίρα του. Η πόλη έμοιαζε κατσιασμένη και τσαλακωμένη από το καυσαέριο, σαν να ανάπνεε μετα βίας όπως ακριβώς και αυτός. Η Έμμα έπιασε απότομα το άκαμπτο γκρι κεφάλι του και με μεγάλη δυσκολία το έστρεψε πάνω από τη θάλασσα των κτιρίων. Το πρόσωπο του γιατρού φωτίστηκε. Ήταν εκεί μια πανσέληνος παχουλή και καλοθρεμμένη που έμοιασε να του χαμογελάει με κατανόηση, σαν παλιά καλή φίλη. Όπως η Έμμα. Ένιωσε ότι είχαν περάσει αιώνες από την τελευταία φορά που κοίταξε αυτό το παράξενο φωτεινό ον. Ή ακόμα ο αυχένας του να κάνει αυτή την απλή κίνηση προς τα πάνω.
«Μη φοβάσαι, έχεις πιεστεί, δουλεύεις πολύ ε;» του είπε η Έμμα.
Ο γιατρός την κοίταξε ευθέως για πρώτη φορά σήμερα. «Δεν είμαι καλά Έμμα. Δεν είμαι καθόλου καλά» είπε έπειτα από μια αρκετά μακρά σιωπή. «Πίσω από αυτή τη μάσκα του γιατρού έχω κρυφτεί εδώ και καιρό τώρα. Που είναι ο εαυτός μου; Σε ποιανού ασθενή το στόμα τον έχω ξεχάσει; Η ζωή που ονειρευόμουν ήταν κοντά στη φύση, σε ένα χωριό. Ήθελα να γίνω μελισσοκόμος. Το περίμενες από μένα; Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο τυχαίο είναι το πώς έφτασα να γίνω οδοντίατρος.»
«Να σου πω κάτι; Μου έχεις σώσει πολλά δόντια. Άρα δεν είναι και τόσο τυχαίο. Απλά έχεις μάλλον καιρό να κάνεις ένα καλό διάλειμα ε;» του είπε.
«Έχω πάνω από τέσσερα χρόνια να πάω διακοπές έστω και για λίγο. Ξέρεις, νόμιζα ότι έχω τις ίδιες αντοχές που είχα παλιά αλλά προφανώς δεν είναι έτσι. Το βράδυ με απορροφάει η τηλεόραση και κοιμάμαι. Έχω γίνει ένα δουλευταράδικο ρομπότ, Έμμα. Μια προέκταση της οδοντιατρικής καρέκλας. Διεκπεραιώνω. Αλλά να, τώρα που έχουν αρχίσει και τρίζουν τα γρανάζια μου. Έχω χάσει το δρόμο μου Έμμα.»
Ήθελε να της πει πολλά ακόμα. Να της ζητήσει ειλικρινά συγνώμη και να επανορθώσει για το δόντι της που το είχε αφήσει στη μέση σε μια άσχημη κατάσταση. Και αυτή ήθελε να του πει. Να του πει να μην ανησυχεί. Να πάρει μια άδεια από όλα. Να τον βοηθήσει κάπως. Εκείνη τη στιγμή όμως συνέβη κάτι που πολλοί θα αποκαλούσαν αλατοπίπερο της ζωής ή από μηχανής θεό ή θεία τύχη ή οιωνό ή ποιος ξέρει τί άλλο. Ένα ζζζζ έκανε αχρείαστες τις κουβέντες, τις εξηγήσεις και τις σκέψεις. Ένα παιχνιδιάρικο αποφασιστικό ζζζζζ. Ένα μοναχικό μελισσάκι έκανε τη βόλτα του μέσα στο βράδυ, εκεί ανάμεσά τους. Ποιος ξέρει τι δουλειά έιχε εκεί. Ίσως ήταν ένας κηφήνας που τον είχαν κλείσει έξω από το σπίτι οι σκληρές θηλυκές, όπως συνηθίζουν τέτοια εποχή είτε μια μπερδεμένη από τις ανώμαλες φθινοπωρινές ζέστες εργάτρια που έχασε το δρόμο της και βρέθηκε εκεί. Εκει, στην ταράτσα έμειναν να γελάνε δυο άνθρωποι και μια μέλισσα μπροστά στην πανσέληνο. Από εκείνη την πανσέληνο και έπειτα η Έμμα δεν ξέμεινε ποτέ από μέλι και ο γιατρός δεν έχασε ούτε μια πανσέληνο από όσες ακολούθησαν.