Σήμερα εγώ και ο εντομάκης πήγαμε για πικ νικ στην παραλία με την χοντροάμμο. Είχα πάρει για μένα καρπούς κακαόδεντρου και κόκκινα γκότζι και ο εντομάκης έφερε το δικό του κολατσιό τυλιγμένο μέσα σε καρό δισάκι αλλά δεν κατάφερα να δω τι ήταν γιατί ήταν ασύλληπτα μικροσκοπικό. Εξάλλου με το που φτάσαμε και ακουμπήσαμε τα πράγματά μας κάτω το έφαγε όλο σε χρόνο Dt και μετά βαριόταν.
Έπειτα αράξαμε κάτω από τον γωνιώδη ίσκιο εκείνων των πελώριων δωρικών βράχων που βρίσκονται στα δεξιά της παραλίας και που αποτελούν για μένα ένα από τα μεγαλύτερα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα της φύσης και του κόσμου και όλου του σύμπαντος τέλος πάντων.
-Τι πολυτέλεια δε συμφωνείς; Του είπα. Πόσο μου είχε λείψει τα μάτια μου να φτάσουν πιο μακριά από τους τοίχους της πόλης και να οργώσουν το γαλάζιο. Αυτό είναι πολυτέλεια δεν συμφωνείς;
-Πολύ τέλεια! είπε ο εντομάκης που καθόταν πάνω στο γόνατό μου και ατένιζε τη θάλασσα με τα μικροσκοπικά γυαλιά ηλίου του.
Παρά τον βροντόφωνο ήλιο, ένας ευχάριστος αεράκος μας καθάριζε την ψυχή και μας χόρευε τα μαλλιά και τις κεραίες. Ο εντομάκης μου ζήτησε να του βάλω αντηλιακό και το έκανα με μεγάλη προσοχή μα δεν τόλμησα να ζητήσω κι εγώ το ίδιο.
Μετά αρχίσαμε να μιλάμε για όνειρα. Μου έλεγε ότι όλη τη μέρα είχε τη γεύση του ονείρου που είχε δει το βράδυ αν και δε θυμόταν λεπτομέρειες. Είδε λέει για άλλη μία φορά ένα από τα 5-6 διαφορετικά μέρη που βλέπει συνήθως– σαν τοποθεσίες που δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα αλλά που νιώθει πάντα πολύ οικείες με ένα ντεζαβού να πλανάται
-Και πώς είναι αυτά τα μέρη; Τον ρώτησα
-Να, εχτές είδα πάλι το μεγάλο πράσινο εμπορικό κέντρο που μοιάζει να βρίσκεται σε έναν αυτοκινητόδρομο στη Γαλλία ή δεν ξέρω κι εγώ που, βλέπω επίσης συχνά μια ταβέρνα σε ένα λιμάνι ενός νησιού ή ακόμα μια περιοχή με αρχαία, ένα σκουριασμένο μεγάλο καράβι παρατημένο κ.α. Τώρα που το σκέφτομαι μάλιστα, το κάθε μέρος συνδυάζεται με συγκεκριμένη ώρα της ημέρας. Πχ. Στο καράβι είναι πρωί, στην ταβέρνα απόγευμα, στα αρχαία βράδυ.
-Πολύ ενδιαφέρον! είπα
-Το πιο παράξενο όμως είναι ότι νιώθω πώς αυτά τα μέρη επικοινωνούν μεταξύ τους κάπως, παρότι δεν τα βλέπω στο ίδιο όνειρο. Σαν να είναι του ίδιου κόσμου..
-Αλήθεια; είπα και ανατρίχιασα λίγο. Και πώς νιώθεις όταν ξυπνάς;
-Ταράζομαι λίγο γιατί νιώθω σαν η μνήμη μου να προσπαθεί βίαια να θυμηθεί πώς γνωρίζει αυτά τα μέρη. Γιατί είναι τόσο οικεία; επιμένει να ρωτάει ο νους μου. Λες να είναι αναμνήσεις μιας άλλης ζωής ή μιας άλλης πραγματικότητας; αναρωτήθηκε με κρυμμένη αγωνία ο εντομάκης
- Μόνο εσύ μπορείς να το απαντήσεις αυτό αν μπεις μέσα στο πώς νιώθεις χωρίς φόβο. Ίσως συμβολίζουν κάτι, του είπα.
-Δεν θα βουτήξεις; Ρώτησε μετά από λίγο
-Ναι πάω για μια βουτιά
-Μη στα βαθιά
-Μην φοβάσαι του λέω.
Έμεινε να λύνει το σταυρολεξίδιό του που περιείχε ερωτήσεις του στυλ: 3 κάθετα «το επώνυμο της εικονιζόμενης πασχαλίτσας» ενώ εγώ πέρναγα τα δάχτυλά μου στα κρυστάλοπράσινα νερά, χαράζοντας για λίγο γραμμές από μπουρμπουλήθρες. Δεν υπάρχει πιο απολαυστικός τρόπος να χαρείς τη θάλασσα από τον να την νιώσεις ανάμεσα στα δάχτυλα.
Όταν βγήκα, τον εντομάκη τον είχε πάρει ο ύπνος πάνω στην πετσέτα του. Ξάπλωσα κι εγώ στη δική μου με τον θαλασσινό αέρα για σκέπασμα. Με νανούριζε το ευγενικό κύμα και ένιωθα σαν μωρό στα χέρια της βασίλισσας και του βασιλιά.
«Τι ονειράκι να βλέπει ο εντομάκης», σκέφτηκα.