Είμαι πάλι εδώ, στον προσωπικό μου ναό, την μικρή σοκολατερί. Ή μέρα σκοτεινή, όπως πρέπει κι ας μύρισαν οι πρώτοι λεμονανθοί. Ή σοκολάτα μου μόλις ήρθε. Oι σκέψεις μου σώπασαν σαν μαθήτριες σε προσευχή προαυλίου. Είμαστε μόνο οι δυο μας, οι κάλυκες της γλώσσας αναγεννιούνται και η μουσική είναι μία νότα συνεχόμενη μιας ουράνιας φωνής. Καθώς η γευση απόδομείται στο στόμα μου, σκορπίζομαι κι εγω στο χώρο, στην πόλη σαν βροχή. Είμαι η βροχή της 18ης Μαρτίου. Σας ευχαριστώ. Είμαι στις μπάσες νότες του πιάνου. Είμαι στις βιαστικές δοξαριές του τσέλλου.
Παρατηρώ τα συναισθήματατα τα χειροπιαστά, αυτά που μπορείς σχεδόν να τα πιείς στο ποτήρι - όπως αυτή τη σοκολάτα - κι ας μη φαίνονται σε ένα αγύμναστο μάτι. Παρατηρώ, γιατί όσο μεγαλώνω, βελτιώνεται η σχέση μου με την επικοινωνία τη μη - λεκτική, και αυτό το συναίσθημα του απέριττου κάνει το μεγάλωμα λυτρωτικό, μια ευλογία, τι ωραία να μεγαλώνεις! Παρατηρώ ακόμα και τη Θεά της αμηχανίας που μπλέκεται συχνά στα πόδια των ανθρώπων και διασκεδάζει με τα κόκκινα πρόσωπά τους και τις άβολες βλακείες τους αλλά φροντίζει να αφήσει και τη σκόνη την ιριδίζουσα πάνω στα βλέφαρά τους, αυτή που μας κάνει με έναν παράξενο τρόπο, λίγο θαυμαστούς τον ένα στον άλλο.
Καθώς πίνω τις τελευταίες σταγόνες, μεθυσμένη σχεδόν, επιδίδομαι σε ενα είδος ελεύθερης πτώσης, πτώσης του ελέγχου των εκφράσεων, είμαι ανέκφραστη. Κανείς δε θα μου εμποδίσει την ανεκφραστότητά μου. Είναι απόλυτα συνειδητή και απαραίτητη. Πρέπει να φύγω μα θα έμενα μερικές ώρες ή μήνες ακόμη εδώ, στη γωνιά μου, με αυτό το poker face.