Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

Ο κύριος καταρράχτης


  Μια γιαγιά στο μπροστινό κάθισμα μαθαίνει την άλφαβητα στο εγγόνι της την ώρα που ο Νίτσε στα χέρια μου κραυγάζει την πλάνη της γλώσσας. (Το βιβλίο μου ρίχνει προκλητικά χαστουκάκια στα μάγουλα, τρέμει στα χέρια μου, όχι εξαιτίας των χεριών μου αλλά από την ένταση του βρυχυθμού που ακόμα κουβαλάνε οι λέξεις του, είναι γραμμένο για να ουρλιάζεται δυνατά, για να ουρλιάζει μέσα βαθιά στα θεμέλια της ψυχής, σαν καταρράχτης δυνατός και καθαρός μαζί, ικανός να γκρεμίσει.)
 την ώρα που ο Νίτσε κάνει τεχνητή αναπνοή στο πνεύμα μου  για να ανανύψει η ψυχή μου από την άπνοια των καιρών, 
την ώρα που ο Νίτσε εξακολουθεί να είναι αιώνιος όπως μόνο αυτός ξέρει, ανακουφίζοντας ένα νανοηλεκτρόνιο από το γιγάντιο φορτίο που κούραζε και δαιμόνιζε το μυαλό του υποφέροντας όταν ζούσε, πάνω στο είναι μου, σε μένα, τον αναγνώστη, μια προέκτασή του, όπως σε κάθε αναγνώστη μέσα στον οποίο ζει και ξαναζεί. εδώ στο αεροπλάνο, πίσω από τη γιαγιά, ο Νίτσε, χιλιάδες μέτρα πάνω απο τη γη, όπως του ταιριζει, όπως πραγματικά μπορούσε να βλέπει την ανθρωπότητα και τότε, πετώντας μοναχικά πέρα και πάνω από κάθε εποχή.

Παλιότερα ποστς

Ελαφρώς πικρή και πιπεράτη

  Είμαι πάλι εδώ, στον προσωπικό μου ναό, την μικρή σοκολατερί. Ή μέρα σκοτεινή, όπως πρέπει κι ας μύρισαν οι πρώτοι λεμονανθοί. Ή σοκο...