Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

Παρέα των τριών


    Αυτές τις ωραίες βραδιές στην πόλη, που όλοι βγαίνουν σαν κοπάδια από γκνου -  αυτό που οι άγγλοι ονομάζουν stampede - το καλύτερο που έχεις να κάνεις ή  έστω να δοκιμάσεις μια φορά, είναι να βγεις με μια σκυλοπαρέα. Και δεν εννοώ μια παρέα ανθρώπων που τρέχουν σε σκυλάδικα, εννοώ να βρεις τουλάχιστο έναν σκύλο αλήτη, από αυτούς που κατάφεραν να μην παραδοθούν ακόμα στην πλήρη ακινησία με μελαγχολικό ύφος σε κάποιον πεζόδρομο . 
     Έναν από εκείνους τους σκύλους που φαίνεται να έχουν κάποια σημαντική δουλειά στο κέντρο και τριγυρνάνε βιαστικοί και ανάλαφροι και έχουν μάθει τα κόλπα της πόλης και τα φανάρια και τον ηλεκτρικό, (αλήθεια κάποτε είχα πετύχει έναν σκύλο στον ηλεκτρικό που είχε μπει στην Ομόνοια και κατέβηκε στη Βικτώρια, ούτε εισιτήριο, κύριος). Να βρεις έναν τέτοιο σκύλο και να τον ακολουθήσεις. Να τον εμπιστευτείς και να πας όπου πάει. Θα το καταλάβει αν έχεις καλή διάθεση για βόλτα και θα σε περιμένει και θα τον περιμένεις βέβαια κι εσύ να σημαδέψει τις περιοχές και να κάνει τις έρευνές του.
      Μια τέτοια βραδιά  είχα επιστρέψει από νησί και περπατούσα με ένα μεγάλο απαξιωτικό και αφ' υψηλού βλέμμα απέναντι  στη ζωή στην πόλη. Οι διακοπές κοντά στη φύση σε κάνουν να καταλαβαίνεις πόσα πράγματα είναι περιττά.Όλες αυτές οι συμβάσεις, οι βλακώδεις προτεραιότητες. Για καλή μου τύχη, πέτυχα μια παρέα τριών σκύλων. Ένας καφέ, ένας άσπρος, μια μαυρούλα. Αλήτευαν στην πλατεία, κάναν μαγκιές στα αυτοκίνητα και κάναν παράλληλα την έρευνά τους για ίχνη από οτιδήποτε. Τους ακολούθησα. 
     Περάσαμε τον μεγάλο δρόμο. Εγώ τους βοηθούσα να περνάμε απέναντι, κι αυτοί με προστάτευαν από περαστικούς. Όταν έτρεχαν, έτρεχα μαζί τους και το ανάποδο. Φαινόταν να ξέρουν που πηγαίνουν. Βγήκαμε σε μια άλλη πλατεία, αφήσανε πάλι τα σημάδια τους, εγώ όχι. 
    Σταματήσαμε σε ένα σουβλατζίδικο και πήρα ένα κεμπάπ για τον καθένα, και τα εξαφάνισαν ταχυδακτυλουργικά, εγώ πιο αργά. Απολάμβανα το βιαστικό βήμα τους,  ένιωθα κι εγώ τετράποδο για λίγο, τα τσικ τσικ τσικ γρήγορα πατήματα από τα πατούσια τους στο δρόμο, γιατί αν μετράει κάτι στο περπάτημα ή το τρέξιμο είναι οι ήχοι. Ειδικά σε χωματόδρομο, το τρίξιμο των χαλικιών, ο ρυθμός, απίστευτη αρμονία. Ο καφέ ήταν ο πιο κολλητός μου, με περίμενε πάντα όταν οι άλλοι έφευγαν μπροστά, και είχε συνέχεια το νου του να μη χαθούμε μεταξύ μας.
      Κάποια στιγμή έφτασα στο αυτοκίνητο, τους καληνύχτισα και τους ευχαρίστησα μέσα από την καρδιά μου για τη βόλτα. Μπήκα στο αυτοκίνητο, και με κοιτούσαν παραξενεμένοι. Οι σκύλοι της πόλης δε συμπαθούν τα αυτοκίνητα και ο απώτερος σκοπός τους είναι μια επανάσταση απέναντι στη δικτατορία των τροχών. Υπάρχουν πολλοί αγωνιστές σκύλοι που παλεύουν καθημερινά με κίνδυνο τη ζωή τους ενάντια στο αυτοκινητιστικό καθεστώς. 
      Έβαλα μπροστά και ξεκίνησα, και αυτοί επιτάχυναν το βήμα και με κοιτούσαν με τα ειλικρινή μάτια τους,  με άγχος από το παράθυρο. Επιτάχυνα κι άλλο για να μη με ακολουθήσουν και χαθούν ή κινδυνέψουν στο δρόμο. Συγκινήθηκα που τους άφησα αλλά έπρεπε να γυρίσω, ήλπιζα να τους ξαναδώ στην πλατεία και να επαναλάβουμε τη βόλτα μας. 
   Ύστερα από λίγο κοιτάζω στον καθρέφτη και τι να δω; Ο καφέ κάλπαζε σαν άγριο άλογο στον σκοτεινό άδειο δρόμο και λίγο πιο πίσω η μαυρούλα και ο άσπρος έρχονταν βιαστικοί! Η παρέα των 3 ήθελε να με απελευθερώσει από το κουτί με ρόδες στο οποίο ξαφνικά φυλακίστηκα. Ένιωσα να προδίδω τους φρέσκους φίλους μου και σταμάτησα. Κατέβηκα, και χάιδεψα τα λαχανιασμένα κεφαλάκια. Οι γλώσσες τους σέρνονταν στο πάτωμα και το μόνιμα γελαστό στόμα τους με έκανε να χαμογελάσω κι εγώ.
      Προσπάθησα να τους καληνυχτίσω,να τους διώξω, αλλά με κοιτούσαν στραβώνοντας το κεφάλι. Μετά επιτάχυνα πολύ, μα σε κάποια σημεία του δρόμου που αναγκαζόμουν να πάω αργά ή να σταματήσω λόγω φαναριών αυτοί με πρόφταιναν. Τελικά με συνόδεψαν μέχρι το σπίτι και ένιωσα τεράστια υποχρέωση. Δυστυχώς εκεί τους αντιλήφθηκε μια παλιοσυμμορία άλλων σκύλων  (όχι ο Πούμα, ο Πούμα έχει μπει στον ίσιο δρόμο) που τους κυνήγησαν και εκεί τους έχασα. Η μαυρούλα είχε μείνει πίσω, μα έτρεξε κι αυτή. 
   Δεν έμαθα τι έγινε κι όσες φορές ξαναπήγα στην  ίδια πλατεία δεν τους βρήκα εκεί, αλλά σίγουρα θα βρήκαν μια άκρη. Σίγουρα θα αλητεύουν κάπου τώρα, όπως μόνο αυτοί ξέρουν, κάνοντας τις καθημερινές τους επαναστάσεις, αφήνοντας τα σημάδια τους στις ρόδες, στα δέντρα, στις αφίσες, στη μέση του δρόμου και  που δυστυχώς δεν ξέρω να τα αναγνωρίσω.  
    Ελεύθεροι, άλουροι, ευτυχώς αδέσποτοι - μια λέξη που ποτέ δε συμπάθησα γιατί παίρνει σαν δεδομένο ότι το ανθρωπο-δεσποτάτο, η αφεντικομανία του ανθρώπου είναι κάτι νορμάλ, λες και είναι φυσικό να έχει δεσπότη οποιοσδήποτε στη γη. Τα ζώα να μοιάζουν σαν φυγάδες στις παρανοϊκές πόλεις που όμως είναι και δικές τους πατρίδες. Δεν είμαι μισάνθρωπος, είμαι όμως αγαπόσκυλος.

Παλιότερα ποστς

Ελαφρώς πικρή και πιπεράτη

  Είμαι πάλι εδώ, στον προσωπικό μου ναό, την μικρή σοκολατερί. Ή μέρα σκοτεινή, όπως πρέπει κι ας μύρισαν οι πρώτοι λεμονανθοί. Ή σοκο...