Εκείνες οι μέρες είχαν γεύση λουκουμά, και γι αυτό τις νοσταλγώ. Αφηνόμουν και με έπαιρνε το κύμα. Καθόμουν εκεί ακριβώς που σκάει το κύμα και άκουγα για ώρες. Οι αρμυροί αφροί γαργαλούσαν τα βότσαλα και την καρδιά μου και μετά βρήκα ένα σχήμα... Εκεί που το κύμα φούσκωνε λίγο πριν σκάσει, γέμιζα απέραντη ευτυχία και ξεκαρδιζόμουν όπως όταν ήμουν μωρό, ξανά και ξανά, ακούραστα!
Το άφηνα όλο και περισσότερο να μπαίνει στη σκέψη μου, και μετά στην καρδιά μου και να με αδειάζει. Κάθε που ερχόταν μάζευε όλες τις έγνοιες και τις ανησυχίες και τις αμφιβολίες και κάθε που τραβιόταν πίσω τις έπαιρνε μαζί του κι εγώ γινόμουν όλο και περισσότερο διάφανη. Κάποια στιγμή δεν μπορούσα πια να ξεχωρίσω τα όριά μου, ποιο είναι το νερό και ποιο το εγώ.. Κάποια στιγμή έμεινε μόνο το νερό.