Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

Περιμένωντάς την


      Ο άντρας ακούμπησε τη ζακέτα του στο κάθισμα και έβγαλε έναν μακρόσυρτο ήχο που πρέπει να ήταν ανακούφιση. Δεν άνοιξε το μεγάλο φως του σαλονιού, μόνο το πορτατίφ, που δίνει στο σπίτι μια κομψή και ζεστή ατμόσφαιρα. Παραμέρισε τις χοντρές λινές κουρτίνες και βγήκε στο μπαλκόνι. Το φθινόπωρο είχε αρχίσει να γίνεται η αγαπημένη του εποχή τα τελευταία χρόνια, κυρίως γιατί είναι σαν καλοκαίρι με φυσικό air-condition (ατάκα που κάθε χρόνο τέτοιο καιρό έλεγε στις κουβέντες με φίλους, όπως και την άλλη: "Ο Σεπτέμβρης είναι ο νέος Αύγουστος"). Το φως της πανσελήνου ήταν τόσο δυνατό που του πήρε κάποια δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσει ότι δεν ερχόταν από κάποιο προβολέα. Ο ίδιος, στο φώς της έμοιαζε χλωμός και μυστηριώδης, ενώ δεν ήταν. Το ίδιο και η πόλη που ήταν ασυνήθιστα ήσυχη. Λες και κάποιος είχε χαμηλώσει το volume. Αγαπούσε την ησυχία και σκέφτηκε να την απολάυσει όσο είναι καιρός. Γιατί σε λίγο θα ερχόταν εκείνη.
    «Θα άρχισει πάλι την εξονυχιστική έρευνα σχετικά με το τι έκανα σήμερα» σχεδόν ψέλλισε στον εαυτό του. Και αυτή η έρευνα δεν θα τον πείραζε αν δεν ήταν τόσο ανάγλυφη αυτή η εμμονή της να περνάνε όλα από τον έλεγχό της, σαν σκάνερ.
    «Τhis woman drives me crazy» είπε, αυτή φορά μεγαλόφωνα. Πόσο του άρεσε να μιλάει στον εαυτό του στα αγγλικά, σαν μπάτλερ, και πόσο του είχε λείψει. Όταν ήταν εργένης, μίλαγε στον εαυτό του με τις ώρες. Ασυναρτησίες. Στα αγγλικά συνήθως αλλά και στα ελληνικά. Έπλεκε ολόκληρους διαλόγους με αρκετές δόσεις χιούμορ, αυτό το αγαπημένο του χιούμορ που το εκτιμούσε περισσότερο από τον καθένα και συχνά ξέσπαγε σε πνιχτά συνομωτικά γέλια σαν άτακτος μαθητής (για να μην ακούγεται από τους λεπτούς τοίχους του διαμερίσματος).
    Και όλα αυτά συνήθως ενώ καθάριζε κρεμμύδια για να φτιάξει την αγαπημένη του κρεμμυδόσουπα. Που μόνο σ’ αυτόν άρεσε όπως την έφτιαχνε. Ήταν απόλαυση ακόμα και τα κρεμμυδοδάκρυα, δεν τ' άφηνε χαμένα. Σκάρωνε μικρά αυτοσχεδιαστικά μονόπρακτα, με δραματικά φινάλε “after all these years, is that how you say 'thank you'? After all I've done for you?” και μετά το καθάρισμα υποκλινόταν στο φανταστικό κοινό του.
     Ήταν πραγματικά χαλαρωτική όλη αυτή η διαδικασία, ειδικά μετά από μια δύσκολη μέρα στη δουλειά. Και όταν έκλεινε τα ματια της κουζίνας, τραγουδούσε ρολινκ στόουνς με λάθος στίχους. Μετά, με σβέλτες και προγραμματισμένες κινήσεις, θα έβαζε να δει στην τηλεόραση την αγαπημένη του σειρά  που φρόντιζε να την προλαβαίνει πάση θυσία στην αρχή και δεν σήκωνε ούτε τηλέφωνα. Προτιμούσε επίσης να τρώει κατευθείαν από την κατσαρόλα, για να μην πλένει πιάτα και γιατί έφτιαχνε λίγη, μόνο γι αυτόν και γιατί το φαί έτσι έμενε ζεστό. Και γιατί ένιωθε σαν άγριο ζώο και αυτό το γούσταρε. 
    Τις Δευτέρες το βράδυ θα έτρωγε φρούτα ή κάστανα με κλειστά τα φώτα για να ακούει ραδιοφωνικό θέατρο. Θα ένιωθε τις τρίχες των χεριών του να σηκώνονται πλάθοντας τόσο πετυχημένα τις εικόνες που άκουγε. Τόσο καλοσκηνοθετημένα και με ζωντανά χρώματα και υπερταλαντούχους ηθοποιούς. Και όλα αυτά γυμνός. Απόλυτα γυμνός, σαν γάτος.
    Πόσες συνήθειες του, άφησε στην άκρη, μικρές χαζές αλλά αγαπημένες συνήθειες. Όχι ότι τώρα δεν μπορούσε να τις πραγματοποίησει αν ήθελε, απλά δεν θα ήταν το ίδιο. Τώρα σπάνια περνούσε τέτοιες στιγμές - αν ήταν τυυχερός 1 φορά το μήνα - και αυτές κρατούσαν λίγο και δεν τις απολάμβανε τόσο γιατί πάντα είχε το νου του στην πόρτα, που θα μπορούσε να ανοίξει οποιαδήποτε στιγμή. Τις υπολόγιζε αυτές τις στιγμές, τις σύντομες στιγμές μοναξιάς και ησυχίας, τις προετοίμαζε, τις προκαλούσε όσο ήταν δυνατό και όταν έρχονταν τις ρουφούσε σαν παράνομο τσιγάρο.
     Και τώρα ήταν μια από αυτές τις στιγμές, μα θα κρατούσε λίγο. Από λεπτό σε λεπτό οι τοίχοι θα αντανακλούσαν και πάλι την αυταρχικη φωνή της, λες και έψαχναν να τη φορτώσουν ο ένας στον άλλο. Ο χώρος θα γέμιζε πάλι από το ερωτηματικό βλέμμα της, το παραπονιάρικο, το νευριασμένο, το ξενερωμένο, το κουρασμένο, το νυσταγμένο, το αγαπησιάρικο, το γελαστό ή το βεβιασμένα χαρούμενο βλέμμα της (όταν τα μήλα πίεζαν με κόπο τα μάτια για να μοιάσουν χαμογελαστά μα εκείνα φαίνονταν σαν φυλακισμένα ψάρια). Συνήθως το ερωτηματικό βλέμμα της.
    Είναι όμως και τόσο καλόκαρδη και ξεχωριστή. Χάρουμενος και αγαπησιάρης άνθρωπος. Δοτικός άνθρωπος. «Πολύ πιο δοτικός από μένα» πάλι μεγαλόφωνα. Η αλήθεια είναι ότι του έλειπε όταν ήταν στη δουλειά, ακόμα και τώρα, αυτές τις όμορφες στιγμές μοναξιάς. Του έλειπε η συντροφιά της, η ζεστή, τρυφερή και ναζιάρα, η μυρίζουσα πεπόνι ύπαρξη. Και, ας είμαστε ρεαλιστές, πριν την γνωρίσει, η μοναξιά μπορεί να είχε το σιρόπι της ελευθερίας αλλά εκείνες τις ανυπόφορες στιγμές που - η ίδια αυτή η μοναξιά - του τρύπαγε το μεδούλι σαν το χειμωνιάτικο κρύο και τα βήματά του στις βραδυνές βόλτες αντηχούσαν εκκωφαντικά μόνα στην σιωπή της πόλης; όχι αυτές τις στιγμές δεν τις πεθύμησε καθόλου.
     Απλά ώρες ώρες αυτή η γυναίκα δε έμοιαζε καθόλου με τη γυναίκα που είχε ερωτευτεί. Εκείνη την παθιάρα, δυναμική σαν αγριόγατα γυναίκα. Που ποτέ δεν ήξερες αν θα σου κάνει τη χάρη να σε δει, αν θα χωρούσες λίγο στο πρόγραμμά της. Που ένιωθες πάντα ότι βρισκόταν σε ένα ψηλό πάλκο και εσύ από κάτω να την κοιτάς σαν χαμένος, «ακόμα και όταν βγαίναμε για ένα ποτό» μονολόγησε. Αυτό το δέος που του προκαλούσε, αυτό ερωτεύτηκε. Τώρα το πάλκο φαγώθηκε από την καθημερινότητα, τη σιγουρια, τη βεβαιότητα ότι θα είναι εκεί, σπίτι. 
     Τις ανασφάλειες, όλες τις ανασφάλειες που μπήκαν σαν κατσαρίδες στο σπίτι μαζί με τις βαλίτσες της. Που πήγε αυτή η δυνατή, η όλο μυστήριο γυναίκα; Και γιατί στη θέση της μπήκε μια γυναίκα επικριτική; Που τίποτα δεν την ευχαριστεί και τον μαλώνει και αυτός νιώθει ξανά και ξανά σαν σκύλος που κατούρησε στο χαλί του σαλονιού. Στην αρχή εκείνος απολάμβανε λίγο το μάλωμα. Δεν ήξερε γιατί, απλα το απολάμβανε, τον ιντρίγκαρε και το προκαλούσε καμιά φορά. Όμως τελευταία είχε παρατηρήσει ότι η φωνή της σε σε δυνατές εντάσεις ήταν στριγκή και σχεδόν κωμική σαν του πεινασμένου γλάρου. Πολύ δύσκολο να τη συνηθήσει κανείς.
«Κι ας με λέει μωρό της»
Αυτό τουλάχιστο του άρεσε. Όχι όμως το «ρε αγάπη».. το ρε με το αγάπη του φαινόταν οξύμωρο να είναι στην ίδια πρόταση.
Ξεκλείδωμα και άνοιγμα πόρτας έσπασε τις σκέψεις και αυτές σκόρπισαν στο πάτωμα και σαν μπίλιες κρύφτηκαν κάτω από τα στοργικά έπιπλα.
«Μωρό μου. Άργησα ε; Πεινάω  πολύ. Έφαγες; Πες μου ότι δεν έφαγες, να φάμε μαζί.»
«Δεν έφαγα, τσίμπησα έξω πιο πριν όμως. Δεν πεινάω τώρα»
«Αχ γιατι ρε αγάπη; Έλα φάε λίγο να μου κάνεις παρέα».
«Το βλέμμα το παραπονιάρικο» σκέφτηκε αυτός. Της χαμογέλασε. Την αγκάλιασε και της ψιθυρισε.
«Κάθησε εσύ, μωρό μου. Θα βάλω εγώ φαγητό.»

Παλιότερα ποστς

Ελαφρώς πικρή και πιπεράτη

  Είμαι πάλι εδώ, στον προσωπικό μου ναό, την μικρή σοκολατερί. Ή μέρα σκοτεινή, όπως πρέπει κι ας μύρισαν οι πρώτοι λεμονανθοί. Ή σοκο...