Αιωρηθήκαμε πάνω από ασύλληπτες εκτάσεις μαύρου υφάσματος επενδυμένου με εκατομμύρια φωτεινές χαντρούλες και σου έδειχνα και μου έδειχνες τις φλέβες από λάμψεις που έμοιαζαν με την ακτινογραφία ενός λαμπερού πλάσματος. Κάποιες στιγμές το ύφασμα κάλυπταν τόνοι από φρέσκο ασημένιο βαμβάκι.
Όταν φτάσαμε στην πόλη, η μύτη πρώτη και όχι το μάτι, χόρτασε από μυρωδιές, γλυκές και φουρνιστές, βουτυρένιες και τσικνιστές μυρωδιές που υποννοούσαν γέυσεις που είχα ξεχάσει, κριτσανιστές ή ζουμερές, άντικείμενα φαγώσιμα που ήθελα άμεσα να φιλοξενήσω και μετά ήρθαν οι εικόνες, τα χρώματα, οι δρόμοι, τα κτίρια, οι άνθρωποι, κι άλλοι άνθρωποι. Τα μάτια, ανοιγοκλείνοντας, μασούσαν τα πάντα στο πέρασμά τους.
Όταν φτάσαμε στην πόλη, η μύτη πρώτη και όχι το μάτι, χόρτασε από μυρωδιές, γλυκές και φουρνιστές, βουτυρένιες και τσικνιστές μυρωδιές που υποννοούσαν γέυσεις που είχα ξεχάσει, κριτσανιστές ή ζουμερές, άντικείμενα φαγώσιμα που ήθελα άμεσα να φιλοξενήσω και μετά ήρθαν οι εικόνες, τα χρώματα, οι δρόμοι, τα κτίρια, οι άνθρωποι, κι άλλοι άνθρωποι. Τα μάτια, ανοιγοκλείνοντας, μασούσαν τα πάντα στο πέρασμά τους.
Τα δέντρα με τις αραχνοϋδείς απολήξεις, και τα σπιτάκια, όλα ταιριασμένα σαν κουκλόσπιτα ενός πολύ τακτικού κοριτσιού με ξανθιές κοτσίδες. Τόνοι από φανταχτερό νέον τραγουδούσαν βροντόφωνα στα μάτια μας κι εμείς λουστήκαμε περνώντας.