Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012

Για λίγο στοπ









Τη μουσική για λίγο σταματήστε
για λίγο τα όργανα σωπάστε
αφήστε τον αγώνα εξυπνάδας
αφήστε τη μουτράκλα σας στην άκρη,
τις σάπιες ιδέες καταπιείτε μια στιγμή
σταματήστε να μετράτε μεγέθη
το κοπάνημα του κεφαλιού στον τοίχο
τις μεγάλες αλήθειες και τα λογίδρια
τη μουσική σας καταλάβαμε
τους σκοπούς των εικόνων σας
Σωπάτε κι ακούστε τη γη που πατάτε
το σιγανό της κλάμα

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Σπίτι

   
  "Σε ένα λεπτό πώς μου μαυρίσαν οι πούστηδες;" την ακούω να λέει μέσα από την κουζίνα. Η μητέρα μου φτιάχνει κουραμπιέδες και μάλλον τους ξέχασε λίγο παραπάνω στο φούρνο. Το λατρεύω αυτό, όταν την ακούω στην κουζίνα να μονολογεί μαγειρεύοντας. 
  Τρελαίνομαι γι αυτά τα καθημερινά πράγματα που κάνουν οι άνθρωποι, που φαίνονται συνηθισμένα αλλά από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία τόσο μοναδικά. Οι μυρωδιές, οι ντελικάτες, μικρά θαύματα που γεννιούνται μέσα στην κουζίνα...Σπίτι. Σπιτίλα.. 
     Εχτές στο διάλειμμα του σινεμά κρυφάκουγα την κουβέντα μιας οικογένειας που καθόντουσαν πίσω μου. Ο πατέρας μιλούσε για μια σκηνή της ταινίας στην κόρη του, και από τα λόγια του, από την προσπάθειά του να της την εξηγήσει όσο πιο απλά μπορούσε, ξεχυνόταν τόση αγάπη που κατέκλυσε ακόμα και μένα κάνοντάς με να θέλω να πάρω τηλέφωνο το μπαμπά μου και μετά όταν γυρίσω να δω το  "Δεσποινίς Διευθυντής" με τον Παπαγιαννόπουλο που κάνει το χαζομπαμπά και λέει συνέχεια "ενοχλώ; δεν ενοχλώ, άμα ενοχλώ να φύγω". 
     Κι αν σκεφτείς ότι όλοι αυτοί οι γονείς έχουν θυσιάσει τη χαρά της ανευθυνότητας, της αδεκαρίας, της μοναξιάς και της σάχλας χωρίς κανένα δισταγμό, για το υπόλοιπο της ζωής τους, είναι μεγάλοι ήρωες και όλα τα υπόλοιπα πράγματα χάνουν την αίγλη τους μπροστά τους.

Μπουμπούκι και κάλτσα

Πατήστε play και μετά διαβάστε   

  Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια τριανταφυλλιά. Σχεδόν όλα τα τριαντάφυλλά της είχαν ανοίξει πλήρως τα φύλλα τους, και καμάρωναν τα βελούδινα κόκκινα φορέματά τους, που έμοιαζαν με κουρτίνες πολυτελούς θεάτρου. Οι μέρες ήταν ηλιόλουστες, υπέροχες, ιδανικές για να ζήσουν αυτές τις στιγμές της ζωής τους. 
    Και άπλωναν το άρωμά τους και το σύγκριναν το ένα με το άλλο, και με περηφάνια κερνούσαν ένα και δυο σφηνάκια άρωμα τους περαστικούς που έφευγαν μεθυσμένοι και καθαρισμένοι. Ήταν μια ολοκλήρωση της ύπαρξής τους, όχι όμως και για το μπουμπουκάκι τριανταφυλλάκι το οποίο για κάποιον αναθεματισμένο λόγο δεν είχε ανοίξει. 
     Οι περισσότερες μεγάλες τριανταφύλλες το ρωτούσαν γιατί δεν άνοιγε και κάποιες άλλες λίγο πιο ευγενικές  απλά το σκεφτόντουσαν. Το μικρό μπουμπούκι είχε κουραστεί. Είχε κουραστεί από όλα αυτά τα βλέμματα λύπησης και συμπάθειας, ακόμα και οι άνθρωποι και οι μέλισσες, ακόμα και τα μυρμήγκια έκαναν την ίδια ερώτηση... λες και ήξερε την απάντηση... λες και δεν αναρωτιόταν και το ίδιο... Τί έχει πάει διαολεμένα στραβά... Όπως η κάλτσα. 
     Ναι μπορεί να ακούγεται λίγο άσχετο αλλά καθόλου άσχετο αν σκεφτείς τί της είχε συμβεί... Είχε χάσει το ταίρι της. Όλες οι κάλτσες στο συρτάρι, είχαν βολευτεί η καθεμιά με το ταίρι της, τακτοποιημένες, ζέσταιναν μαζί τα κρύα πόδια, βρωμούσαν και έζεχναν μαζί μέχρι αηδίας, μετά όμως μαζί έκαναν μπάνιο στο πλυντήριο, απίστευτο γέλιο κάθε φορά, το μπέρδεμα, οι σαπουνάδες, μετά στο στέγνωμα. Ατενίζαν μαζί την Ακρόπολη από την ταράτσα η μία δίπλα στην άλλη, τόσο ρομαντικό. Και μετά αγκαλιά στο συρτάρι. Η μοναχική κάλτσα το θυμόταν αυτό γιατί το είχε ζήσει, αλλά μόνο μια φορά...μετά το πρώτο στέγνωμα είχε πιάσει μια μανιασμένη βροχή και είχαν μαζευτεί όλα τα ρούχα όπως όπως και μετά όσο και να έψαχνε στη λεκάνη πουθενά ο κάλτσος. Τι να έγινε...και όμως πρέπει να είναι μέσα στο σπίτι γιατί τον είχαν μαζέψει από την ταράτσα..
    Και τώρα  να..η κάλτσα μόνη στο συρτάρι με τις ταιριασμένες, να μην εκπληρώνει το σκοπό της ύπαρξής της όπως το μπουμπουκάκι...ναι έτσι τελειώνει αυτό το παραμύθι. Γιατί έτσι ακριβώς το ζούνε. Δεν ξέρουν αν η ιστορία τους θα έχει happy ή unhappy end... η άγνοια μοιάζει αιώνια αλλά τόσο η κάλτσα όσο και το μπουμπούκι είχαν αρχίσει περιέργως να πιστεύουν ότι δεν είχε πάει κάτι στραβά, αλλά κάτι είχε πάει ακριβώς όπως χρειαζόταν να πάει. 

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

Ανακοίνωση

   Σύμφωνα με τις πολυετείς έρευνες του Πανεπιστημίου της Γουϊμπάμπουε, το ποτάμι και ο χρόνος είναι ένα και το αυτό. Ο δρ Γουϊμπάμπα εξηγεί ότι ως γνωστό, οι ανθρώπινες αισθήσεις είναι διαμορφωμένες έτσι ώστε να μη μπορούμε να αντιληφθούμε μορφές και σχήματα 4 διαστάσεων.
   Έλα όμως που  η 4η διάσταση είναι ο χρόνος, το ποτάμι είναι μια ζωντανή οπτικοποίησή του και τέλος πάντως δεν είναι τίποτα άλλο παρά το ανάπτυγμα του χρόνου στο χώρο, όσο παράξενο κι αν ακούγεται αυτό. Και δε σηκώνει και αντιρρήσεις ο δρ. Γουϊμπάμπα γιατί έχει και μαύρη ζώνη στο καράτε, οπότε καλώς ή κακώς οφείλουμε να το δεχτούμε σαν επιστημονική αλήθεια και από εκεί να προχωρήσουμε παρά πέρα αν θέλουμε ή αν δεν έχουμε τίποτα καλύτερο να κάνουμε.

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

Συνάντηση

 Και εκεί στη μέση του δάσους, ξαπλωμένη ανάσκελα, πάνω σε πλατανόφυλλα και κυπαρισσόμηλα, με νου ξάστερο, ελεύθερο να αυτοσχεδιάζει χαλαρά  πάνω τις αρμονίες του ποταμού, όπως η τρομπέτα του Chet Baker, άνοιξα τα μάτια μου από ένα θόρυβο κίνησης.
   Βήματα σε ξερά φύλλα... δεν ήμουν μόνη. Γύρισα να δω. Ένα ζευγάρι από χελώνες είχαν μια μικρή διαφωνία. Η μία έφυγε όταν με είδε. Η άλλη όμως στάθηκε για λίγο και ύστερα έκανε μικρά αποφασιστικά βήματα με τα τετράγωνα πόδια της προς το μέρος μου, προκαλώντας μου μικρή ταραχή. Έφτασε αρκετά κοντά μου, και στάθηκε εκεί, σε απόσταση ενός μέτρου και λιγότερο. Τα μάτια μας συναντήθηκαν, βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο, ον με ον.
   Κεφάλι φιδιού, μάτια εξωγήινα κοίταζαν με έναν παράξενο τρόπο τα δικά μου μάτια. Ένα απέριττο μαύρο βλέμμα. Η μουσική στο κεφάλι μου σταμάτησε. Ένα γιατί υψώθηκε μεταξύ μας. Γιατί τόσο κοντά; Πώς μπορώ να φανώ χρήσιμη; Να κεράσω κάτι; Πεινάς; Είσαι και εσύ κενή από συναισθήματα τώρα;  Τι θες να μου πεις; Πώς θα επικοινωνήσουμε; Μετά από λίγο όμως έκοψα τις ανθρώπινες ερωτήσεις. Μείναμε εκεί για ώρα στη σιωπή ανταλλάσσοντας βλέμμα και εαυτό. Κάποια νιοστή στιγμή ήρθαν άλλοι άνθρωποι και αυτή αποσύρθηκε πριν φτάσουν, πριν προλάβω να τους τη συστήσω, γύρισε την πλάτη της και σιγούλια σιγούλια χάθηκε πίσω από θάμνους.
  "Ήταν μια χελώνα εδώ!" έσπευσα να πω στους άλλους, αλλά η φράση έμεινε στον αέρα και χάθηκε μα δεν προσπάθησα. Και όταν τελικά άφησα πίσω μου το μέρος  εκείνο, έφυγα με περισσότερη συνείδηση και υπομονή στις κινήσεις και τις πράξεις. Το καλοκαίρι κύλησε χωρίς αυτή την κεκτημένη ταχύτητα, τη μανία να διεκπεραιώνεις το καθετί και να φεύγει από μια λίστα υποχρεώσεων σαν ξένος. Το τέμπο άλλαξε.


Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

Απορία

Γιατί πρέπει να σπαταλήσει κανείς τουλάχιστο μισή ζωή συσσωρεύοντας γνώσεις που μόνο αν τις ξεφορτωθεί δια ροπάλου θα μπορέσεις πραγματικά να προχωρήσει παραπέρα;


Ανακοίνωση


Έπρεπε να μάθω να επηρεάζω με τη θέλησή μου τα όνειρα που βλέπω στον ύπνο μου για να καταλάβω ότι και ο ξύπνιος είναι ένα από αυτά.

Παλιότερα ποστς

Ελαφρώς πικρή και πιπεράτη

  Είμαι πάλι εδώ, στον προσωπικό μου ναό, την μικρή σοκολατερί. Ή μέρα σκοτεινή, όπως πρέπει κι ας μύρισαν οι πρώτοι λεμονανθοί. Ή σοκο...