Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Αληθινή ιστορία

    Πολλές φορές αναρωτιόμουν γιατί είμαι τόσο περίεργη να μάθω κάποια πράγματα. Από που πηγάζει αυτή η διαολεμένη ανάγκη μου να μάθω την αλήθεια. Μέχρι που έμαθα μια ιστορία για την προγιαγιά μου και κατάλαβα ότι κάποια πράγματα, απλά τα κουβαλάμε στο DNA μας.
   Μια γυναίκα κάθεται στην αυλή της και καθαρίζει φασολάκια στο φως του ήλιου. Τη λένε Ακριβούλα. Η Ακριβούλα απολαμβάνει τον αστραφτερό μπλε ουρανό και τον πρωινό ήλιο. Ακόμα και που αναγκάζεται να μισοκλείνει τα μάτια της, το ευχαριστιέται, γιατί είχε υποστεί πολύ κρύο αυτόν το χειμώνα. Λατρεύει την ησυχία αυτής της ώρας που όλοι λείπουν από το σπίτι, τα παιδιά και ο άντρας στα χωράφια για δουλειές, ακόμα και οι διπλανοί από το μοναδικό γειτονικό σπίτι, που είναι αρκετά πιο πέρα, γιατί το χωριό είναι πολύ αραιοκατοικημένο. 
    Καθαρίζει τα τραγανά φασόλια σε έναν κουβά, στα γόνατά της και το βλέμμα της πλανάται στις ελιές, απέναντι, και σκέφτεται τη φετινή σοδειά, τις κουβέντες με τις γειτόνισσες, την αγαπημένη κοτούλα της, την Καλλονή, που τώρα κλωσσάει. Και κοιτάζει τα πουλιά και σιγοτραγουδάει "Βασίλη Κωσταντίνο στο παραθύρι σου" (είχε παρερμηνεύσει το "Βασιλικός θα γίνω στο παραθύρι σου") κι άλλα τέτοια σουξέ κι έτσι ευχάριστα περνάει η ώρα ... Μέχρι που το βλέμμα της εστιάζει μακριά  πέρα στο δρόμο, σε μια ανθρώπινη μορφή που περπατάει βιαστικά.
    Προσπαθεί να διακρίνει αν είναι άντρας ή γυναίκα, αλλά είναι αρκετά μακριά. Στο μυαλό της πραγματοποιείται αμέσως η διαδικασία: δεξί κλικ - άνοιγμα φακέλου - αναζήτηση σε ονόματα και ασχολίες  όλων των κατοίκων του χωριού αυτή την ώρα. Ποιος ή ποια μπορεί να περνάει από τον δρόμο μας αυτή την ώρα και ΓΙΑ ΠΟΙΟ ΛΟΓΟ. Η μορφή συνεχίζει το βιαστικό περπάτημα και τώρα φαίνεται λίγο πιο καθαρά πως πρέπει να είναι γυναίκα. Η αναζήτηση γίνεται τώρα σε όλους τους τοπικούς δίσκους για μια γυναίκα ψηλή με μαύρα. Τα μάτια σκανάρουν και ξανασκανάρουν α λα τερμινέιτορ. Τα φασολάκια μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Κανένα αποτέλεσμα και η βιαστική γυναίκα δεν περιμένει!
     Ο κουβάς τώρα πέφτει στο πάτωμα, τα φασολάκια ανακατεύονται με τις κλωστές τους! Σηκώνεται στα δυο της πόδια για να αποκτήσει μεγαλύτερη ευκρίνεια αλλά τίποτα!
      Πρέπει να βγει έξω από τον φράχτη. Βγαίνει έξω από τον φράχτη και ανοίγει το βήμα, μάταια όμως. Μια ενοχλητική φραγκοσυκιά κρύβει τη μυστηριώδη βιαστική - "και του το 'χα πει να την κόψουμε τη ρημάδα τη φραγκοσκιά!" πέρασε αστραπιαία από το μυαλό της.
      Η κατάσταση είναι πλέον MAYDAY!- κόκκινος κωδικός- σειρήνες - υπερεπείγον! Τα πόδια τρέχουν κάτω απ' τη φούστα με μεγάλες δρασκελιές. Η διαδικασία αναγνώρισης αποτυγχάνει και η γυναίκα φεύγει, η γυναίκα χάνεται! Η Ακριβούλα έχοντας πιάσει πια μεγάλες ταχύτητες σκοντάφτει και πέφτει με τα μούτρα στο χώμα... Η μαυροφόρα γυναίκα έχει εξαφανιστεί πλέον από το οπτικό της πεδίο... Η τελευταία ελπίδα αναγνώρισης έχει χαθεί παντοτινά. 
     Και εκείνη την ύστατη στιγμή, η Ακριβούλα, με κομμένη την ανάσα, με τα χώματα στα χείλη, με όση δύναμη είχε στα πνευμόνια της, με απεγνωσμένη κραυγή φώναξε το θρυλικό "ΠΟΙΑ ΗΣΟΥΝΑ ΜΩΡΗΗΗΗΗΗΗΗ::::::"...
    Ίσως περίμενε πραγματικά μια απάντηση εξαντλώντας το τελευταίο μέσο που είχε. Έπρεπε να ξέρει. Δεν τα κατάφερε όμως και η ερώτηση έμεινε ορφανή από απάντηση για πάντα. Ποια ήταν; Αιώνιο απωθημένο που μεταφέρθηκε από γενιά σε γενιά. Η ατάκα της Ακριβούλας, της προγιαγιάς μου, ακόμα μεταφέρεται από στόμα σε στόμα, στα σόγια και ετσι εξηγούμε την περιέργειά μας, σαν μια κληρονομική ανάγκη προσέγγισης της αλήθειας.

Παλιότερα ποστς

Ελαφρώς πικρή και πιπεράτη

  Είμαι πάλι εδώ, στον προσωπικό μου ναό, την μικρή σοκολατερί. Ή μέρα σκοτεινή, όπως πρέπει κι ας μύρισαν οι πρώτοι λεμονανθοί. Ή σοκο...