Μια φορά ήταν ένας ερωτευμένος και σκεφτότανε:
Ούτε να καπνίζω μου αρέσει ούτε να πίνω.
Θα ήθελα να μου πεις λοιπόν τι να κάνω τα χέρια μου όταν μιλάμε.
Κάνουν σαν ανήσυχα φίδια που ψάχνουν να κρυφτούν
Αν τα άφηνα ελεύθερα ξέρω πως θα μπλέκονταν σχηματίζοντας μια πλεξούδα
και τα μάτια μου;. Κάποιες στιγμές φοβάμαι πως θα αλληθωρίσω αν
παραμείνω λίγο παραπάνω στο βλέμμα σου. Γιατί; Φοβάμαι ότι θα με προδώσουν;
ότι θα καταλάβεις πως θέλω να γίνω το πιρούνι και εσύ το κουτάλι; εσύ η σκούπα και εγώ το φαράσι; Εγώ τα ντραμς και εσύ το μπάσο; Όχι, εγώ το μπάσο. Εγώ και εσύ; Αστείο μου φαίνεται.
Και τα πόδια μου; θα ήθελαν να χωριστούν από το σώμα και να φύγουν. Να μην πάρουν μέρος σ’ αυτή τη διαδικασία, για ποιο λόγο; Ένα αμήχανο πέρα δώθε που καταλήγει σε άχαρο χορό.
Γι αυτό σε αυτές τις περιπτώσεις θα προτιμούσα να είμαι μια μπάλα. Απλά να κύλαγα προς τα σένα χωρίς να εκτεθώ. Θα βόλευε να κουλουριάζομαι όπως κάποια σκουληκάκια που φοβούνται το άγγιγμα. Ξέρω όμως ότι δεν είναι ελκυστικό. Πώς να σε έλξω;
Θα ήθελα να βρω την άνεση και να σου πω: «θέλω να σε πασπαλίσω με κακάο και να σε φάω με το τσάι» αλλά είμαι αδύναμος.
Και ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο; Με όλες αυτές τις ασχολίες ξεχνάω να δω εσένα.