Στο τραπέζι υπάρχει ένα μπουκάλι νερό, ένα βιβλίο και ένα στυλό. Δε θέλω να διαβάσω τώρα, αλλά η ύπαρξη και μόνο του βιβλίου εδώ είναι ευχάριστη, μια οντότητα φιλική. Είναι ένα ζωάκι που ξέρει να διηγείται μια ιστορία και αυτό είναι αν μη τι άλλο, πανέμορφο.
Το στυλό διεγείρει τα δάχτυλά μου, γι αυτό τα μάτια μου πέφτουν συνέχεια πάνω του, όπως τα μάτια ενός παιδιού στο γλυκό. Μαγνητίζει τα δάχτυλα να το πιάσουν και να αρχίσουν ένα παιχνίδι δημιουργίας.
Το μπουκάλι με το νερό. Το νερό είναι ένας θεϊκός, μαγικός χυμός της γης στον οποίο όλοι θέλουμε να μοιάσουμε για να είμαστε αιώνιοι και να φερόμαστε στο φως όπως του πρέπει, με παιχνίδια και έρωτα. Το μπουκάλι περιορίζει το νερό. Το φυλακίζει σε μια αμήχανη ακινησία, το κάνει να μοιάζει σαν γεράκι με κουστούμι, σαν πούμα σε γραφείο και ίσως γι αυτό τόσοι άνθρωποι αυτοπεριορίζονται τόσο εύκολα. Γιατί πίνοντάς το, γίνονται σαν το νερό που φυλάκισαν.
Μια τελειότητα σαν του νερού αλλά μουσική χορεύει στα αυτιά μου τώρα και μου εξηγεί πως αυτή η στιγμή είναι το ίδιο τέλεια. Μουσική ενός συνθέτη που κατάφερε να σταθεί όρθιος με το ένα πόδι στον κόσμο της φαντασίας και το άλλο στην πραγματικότητα που όλοι ξέρουμε, και μπορεί να σου φτάσει λίγους ατόφιους καρπούς από τα δέντρα του κόσμου του πρώτου.
Η καρδιά μου άνοιξε επιτέλους από μια μικρή χαραμάδα που της δημιούργησε ο ήχος αυτού του τραγουδιού με τα τεράστια βιολιά που ξεχύθηκαν σαν καταρράκτες στα αυτιά μου. Επιτέλους μπήκε λίγο φως, λίγο αέρας και ξύπνησε η καρδιά μου και έτσι νιώθω και εγώ σαν ιστιοφόρο που ανοίγει με θράσος τα πανιά του σαν φτερά μεγάλου πουλιού για το νέο άγνωστο. Με φόβο και θάρρος μαζί. Ψάχνω αυτούς που λένε μεγάλους θεούς, που έμειναν ναυαγοί σε ξεχασμένες παραλίες του Αιγαίου, μπας και μου δείξουν πώς μπορώ να ξαναγίνω ένας σωλήνας από τον οποίο να περάσει (όποτε έχει ελεύθερο χρόνο) έστω και για λίγο από μέσα μου αυτό το ιριδίζον ποτάμι της ύπαρξης.