Η ώρα είναι 6.47 και δεν με παίρνει ύπνος από τις 5. Ένα κενό στο βράδυ μου. Γι αυτό σκέφτηκα πως είναι μια καλή ευκαιρία να γράψω για κάποιον που εδώ και καιρό ήθελα να αναφέρω. Έναν άνθρωπο που πολλά χρόνια περιφερόταν στην γειτονιά και έμαθα ότι τον αποκαλούσαν Ντράκυλα. Και όταν λέω περιφερόταν (και όχι απλά έμενε) είναι γιατί πραγματικά και εγώ, όπως όλοι στην περιοχή, τον πετύχαινα πάντα εν κινήσει, σαν ακούραστο ηλεκτρόνιο, πάντα στο ίδιο τέμπο. Αλέγκρο. Λες και υπάκουγε σε μια παντοτινή εσωτερική μουσική ίσως κλασική, ίσως πιάνο, ίσως κάποιο κονσέρτο του Ραχμάνινοφ.
Πάντα νύχτα, πάντα μόνος να οργώνει τους δρόμους. Μπορούσες να αναγνωρίσεις αυτή τη φιγούρα από μακριά, παρότι δεν είχε κάτι το περίεργο. Κι όμως ήταν πολύ ιδιαίτερη μορφή, αρκετά ποιητική. Ρουφηγμένα μάγουλα και γκρίζα σγουρά μαλλιά, κοκαλιάρης αλλά με ένα νευρικό ανάστημα, φαίνεται πώς όλο το σώμα του είχε πλέον προσαρμοστεί σ’ αυτή τη λειτουργία του αεικίνητου δίποδου, πώς περπατώντας τόσο πολύ στη ζωή του, έμεινε πάνω του μόνο ότι ήταν αναγκαίο για να περπατάει.
Όλοι τον είχαν πετύχει κάπου, όλοι είχαν μια ιστορία γι αυτόν.Έπαθε κλειστοφοβία ή τον παράτησε η γυναίκα του και από τότε δεν έχει σταματήσει να περπατάει, ήταν καθηγητής και τα παράτησε ή ήταν οδηγός ταξί και έπειτα από ένα ατύχημα δεν ξαναοδήγησε ποτέ και πήγαινε παντού με τα πόδια. Αστικοί μύθοι γύρω από έναν αληθινά μυστηριώδη άνθρωπο, έναν πραγματικό άνθρωπο που το πρόσωπό του κανείς ποτέ δεν προλάβαινε να πολυπαρατηρήσει αφού πάντα περνούσε και χανόταν γρήγορα σκυφτός και αγέρωχος μαζί. Παρά το καρπάθιο παρατσούκλι του δεν μπορεί να πει κανείς ότι προκαλούσε φόβο. Αντιθέτως αν τον πετύχαινε κανείς στον δρόμο, ένιωθε κάπως ο τυχερός της ημέρας :«Είδα τον Ντράκυλα χτες βράδυ!» και όλοι με θαυμασμό «Αλήθεια; Που;». Ίσως επειδή ενέπνεε δύναμη αυτή η στάση ζωής του, η χωρίς καθόλου στάσεις στάση, τόσο διαφορετική απ’ των άλλων ανθρώπων.
Είχαν περάσει πάνω από τρία χρόνια που δεν τον είχα δει. Τον είχαμε θυμηθεί μάλιστα μια μέρα στο σπίτι και αναρωτιόμασταν τι να απέγινε. Όλοι είχαν καιρό να τον δουν. Ίσως πήγε περπατώντας σε μια άλλη χώρα έλεγαν. Μέχρι εκείνο το βράδυ που γυρνούσα ανταριασμένη σπίτι με την Τσιτάρα (το αυτοκίνητό μου που αγκομαχούσε και έβηχε σε κάθε στοπ). Ήταν η εποχή που είχα πιάσει αληθινό πάτο και περίμενα κάτι, οτιδήποτε να με φτύσει κατά λάθος λίγο πιο ψηλά, ακόμα και έναν όροφο πάνω, αφού πιο κάτω δεν γινόταν. Είχα μάλλον εστιάσει με πολλή προσοχή σε όλα όσα δεν είχα και δεν μπορούσα να έχω, ένας αλάνθαστος τρόπος για να γίνει κανείς εύκολα και γρήγορα δυστυχισμένος.
Γυρνούσα από μια αρκετά αποτυχημένη συνέντευξη για δουλειά. Είχα ξεχάσει να πάρω μαζί μου το βιογραφικό συν το ότι για κάποιο αναθεματισμένο λόγο άρχισα ένα ηλίθιο λογύδριο για την ειλικρίνεια και την αμεσότητα καθώς και για το πώς η σχέση μου με τη μουσική μπορεί να βοηθήσει στην επικοινωνία με τους πελάτες, πράγματα αρκετά αχρείαστα για έναν πωλητή επίπλων. Η συνέντευξη έκλεισε με την εξής ατάκα του εργοδότη: «ακόμα και αν δε συνεργαστούμε ελπίζω να σε πετύχω σε κάποια ζωντανή εμφάνιση» .
Περνούσα, λοιπόν από έναν σκοτεινό δρόμο και τα φώτα μου τον φωτογράφισαν σαν άγριο ζώο, ήταν αυτός! Σίγουρα αυτός με λίγο πιο μακριά και πιο ξασπρισμένα μαλλιά. Ξέχασα όλα τα δικά μου και κάτι πάνω από τις δυνάμεις μου, που μπορεί να λέγεται και περιέργεια (στην καλύτερη περίπτωση) με έκανε να παρκάρω όπως όπως και να κατέβω. Ήταν όντως αυτός, και εγώ, σαν άλλος Πουαρώ, τον πήρα από πίσω. Βασικά είχα σκεφτεί πολλές φορές στο παρελθόν ότι θα έπρεπε κάποιος να τον ακολουθήσει αυτόν τον άνθρωπο μια φορά, να δει επιτέλους που πάει και τώρα ήταν η ευκαιρία μου να λύσω τον γρίφο, να ξεδιαλύνω το μυστήριο της πόλης.
Αν φοβόμουν; Φοβόμουν πολύ και ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόμουν. Λϊγη ζεστή αδρεναλίνη για να σηκωθώ από το ναδίρ μου. Ο ρυθμός του με λαχάνιασε στα πρώτα κιόλας λεπτά. Ίδρωνα και ξίδρωνα όπως η Τσιτάρα, βγάζοντας μπουφάν, βάζοντας μπουφάν, περνούσα από στενά και παραστενά της περιοχής που ίσως ποτέ δεν είχα περπατήσει παρότι ήταν κοντά μου. Γενικά, υπάρχουν κάποιοι δρόμοι της πόλης που ασυνείδητα τους αποφεύγω όπως ο διάλος το λιβάνι, χωρίς κάποια προφανή αιτία (πχ να είναι επικίνδυνοι ή έρημοι) που πολύ θα ήθελα να τη μάθω και εκείνο το βράδυ ερχόμουν αντιμέτωπη με αυτό το ταμπού μου.
Όλοι τον είχαν πετύχει κάπου, όλοι είχαν μια ιστορία γι αυτόν.Έπαθε κλειστοφοβία ή τον παράτησε η γυναίκα του και από τότε δεν έχει σταματήσει να περπατάει, ήταν καθηγητής και τα παράτησε ή ήταν οδηγός ταξί και έπειτα από ένα ατύχημα δεν ξαναοδήγησε ποτέ και πήγαινε παντού με τα πόδια. Αστικοί μύθοι γύρω από έναν αληθινά μυστηριώδη άνθρωπο, έναν πραγματικό άνθρωπο που το πρόσωπό του κανείς ποτέ δεν προλάβαινε να πολυπαρατηρήσει αφού πάντα περνούσε και χανόταν γρήγορα σκυφτός και αγέρωχος μαζί. Παρά το καρπάθιο παρατσούκλι του δεν μπορεί να πει κανείς ότι προκαλούσε φόβο. Αντιθέτως αν τον πετύχαινε κανείς στον δρόμο, ένιωθε κάπως ο τυχερός της ημέρας :«Είδα τον Ντράκυλα χτες βράδυ!» και όλοι με θαυμασμό «Αλήθεια; Που;». Ίσως επειδή ενέπνεε δύναμη αυτή η στάση ζωής του, η χωρίς καθόλου στάσεις στάση, τόσο διαφορετική απ’ των άλλων ανθρώπων.
Είχαν περάσει πάνω από τρία χρόνια που δεν τον είχα δει. Τον είχαμε θυμηθεί μάλιστα μια μέρα στο σπίτι και αναρωτιόμασταν τι να απέγινε. Όλοι είχαν καιρό να τον δουν. Ίσως πήγε περπατώντας σε μια άλλη χώρα έλεγαν. Μέχρι εκείνο το βράδυ που γυρνούσα ανταριασμένη σπίτι με την Τσιτάρα (το αυτοκίνητό μου που αγκομαχούσε και έβηχε σε κάθε στοπ). Ήταν η εποχή που είχα πιάσει αληθινό πάτο και περίμενα κάτι, οτιδήποτε να με φτύσει κατά λάθος λίγο πιο ψηλά, ακόμα και έναν όροφο πάνω, αφού πιο κάτω δεν γινόταν. Είχα μάλλον εστιάσει με πολλή προσοχή σε όλα όσα δεν είχα και δεν μπορούσα να έχω, ένας αλάνθαστος τρόπος για να γίνει κανείς εύκολα και γρήγορα δυστυχισμένος.
Γυρνούσα από μια αρκετά αποτυχημένη συνέντευξη για δουλειά. Είχα ξεχάσει να πάρω μαζί μου το βιογραφικό συν το ότι για κάποιο αναθεματισμένο λόγο άρχισα ένα ηλίθιο λογύδριο για την ειλικρίνεια και την αμεσότητα καθώς και για το πώς η σχέση μου με τη μουσική μπορεί να βοηθήσει στην επικοινωνία με τους πελάτες, πράγματα αρκετά αχρείαστα για έναν πωλητή επίπλων. Η συνέντευξη έκλεισε με την εξής ατάκα του εργοδότη: «ακόμα και αν δε συνεργαστούμε ελπίζω να σε πετύχω σε κάποια ζωντανή εμφάνιση» .
Περνούσα, λοιπόν από έναν σκοτεινό δρόμο και τα φώτα μου τον φωτογράφισαν σαν άγριο ζώο, ήταν αυτός! Σίγουρα αυτός με λίγο πιο μακριά και πιο ξασπρισμένα μαλλιά. Ξέχασα όλα τα δικά μου και κάτι πάνω από τις δυνάμεις μου, που μπορεί να λέγεται και περιέργεια (στην καλύτερη περίπτωση) με έκανε να παρκάρω όπως όπως και να κατέβω. Ήταν όντως αυτός, και εγώ, σαν άλλος Πουαρώ, τον πήρα από πίσω. Βασικά είχα σκεφτεί πολλές φορές στο παρελθόν ότι θα έπρεπε κάποιος να τον ακολουθήσει αυτόν τον άνθρωπο μια φορά, να δει επιτέλους που πάει και τώρα ήταν η ευκαιρία μου να λύσω τον γρίφο, να ξεδιαλύνω το μυστήριο της πόλης.
Αν φοβόμουν; Φοβόμουν πολύ και ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόμουν. Λϊγη ζεστή αδρεναλίνη για να σηκωθώ από το ναδίρ μου. Ο ρυθμός του με λαχάνιασε στα πρώτα κιόλας λεπτά. Ίδρωνα και ξίδρωνα όπως η Τσιτάρα, βγάζοντας μπουφάν, βάζοντας μπουφάν, περνούσα από στενά και παραστενά της περιοχής που ίσως ποτέ δεν είχα περπατήσει παρότι ήταν κοντά μου. Γενικά, υπάρχουν κάποιοι δρόμοι της πόλης που ασυνείδητα τους αποφεύγω όπως ο διάλος το λιβάνι, χωρίς κάποια προφανή αιτία (πχ να είναι επικίνδυνοι ή έρημοι) που πολύ θα ήθελα να τη μάθω και εκείνο το βράδυ ερχόμουν αντιμέτωπη με αυτό το ταμπού μου.
Και εγώ, μην έχοντας τιποτα καλύτερο να κάνω στις 8 απόγευμα Πέμπτης, στην αρχή με αρκετές αμφιβολίες και όσο πέρναγε η ώρα πιο θαρρετά, βρέθηκα στην πόλη του Ντράκυλα. Μια άλλη πόλη από αυτή που ήξερα. Ένα χαμόγελο έσκασε στα χείλη μου με αυτή τη συνειδητοποίηση που όμως δεν πρόλαβε να μείνει για πολύ εκεί όταν ο Μυστηριώδης Περπατίστρας χάθηκε από το οπτικό μου πεδίο. Λίγα δευτερόλεπτα μετά μια κραυγή γυναίκας. Ένας σωρός σκέψεις έσπευσαν στο νου μου σαν λευκα αιμοσφαίρια.
συνεχίζεται...