Είμαι σε μια παραλία με γιγάντια κύματα, απ' αυτά που λατρεύω. Κοιτώντας γύρω μου βλέπω ανάμεσα στον κόσμο μόνο δύο άτομα με τα οποία θα μπορούσα να επικοινωνήσω ουσιαστικά και η ηλικία τους είναι κάτω των 10. Το ένα παιδί μαζεύει πετρούλες με τις ώρες και τις πετάει στο κύμα σαν να είναι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο (και πολύ πιθανό να είναι). Το ύφος του έχει τη σοβαρότητα που θα συνόδευε ένα επιστημονικό πείραμα. Το άλλο παιδί παλεύει με τα κύματα εδώ και ένα 3ωρο. Ακούραστο, λούζεται στους αφρούς ξανά και ξανά και ξανά. Η θάλασσα το χτυπάει στοργικά σαν χταπόδι και το ξαναμαζεύει και αυτό μοιάζει να νοιώθει μεγάλη ασφάλεια σ' αυτόν τον αγώνα επιβίωσης.
Το κύμα σκάει σαν κινούμενο τριόροφο, το παιδάκι χάνεται στα θολωμένα νερά και εγώ περνάω ευχάριστα έτσι την ώρα μου με πολύ σασπένς και τρώγοντας σπόρια, περιμένοντας κάθε φορά να δω αν θα τα κατφέρει. Κι αυτό μετά από λίγο ξεπροβάλλει με τα μουσκεμένα αχυρένια μαλλιά του και τα κατακόκκινα μάτια του και δηλώνει "τέλειο" και τότε ανακουφίζομαι που την έβγαλε πάλι καθαρή.
Τελικά πάλεψα κι εγώ με τα κύματα. Μέσα στη θάλασσα ήμασταν περίπου 10 άτομα (συν το παιδάκι), όχι παραπάνω, κάποιοι άνηκαν στην ίδια παρέα αλλά το κύμα μας ανακάτευε και μας έφτυνε αδιακρίτως. Μερικοί τολμηροί βουτούσαν μέσα στον αφρό του κύματος την ώρα που ερχόταν καταπάνω τους γρυλίζοντας, ενώ εγώ, λίγο πιο μέσα το άρπαζα πριν αφρίσει, σκαλώνοντας στην κορυφή του, πάνω στην πλάτη του θηρίου. Ήταν σαν να πετάς. Κάποιες στιγμές ανέβαινα τόσο ψηλά που έβλεπα τα κεφαλάκια των αλλών σαν cornflakes σε μπολ.