... Και πάνω που τα σενάρια στο μυαλό μου φούντωσαν η γυναικεία κραυγή μετατράπηκε σε γέλια αγοριών που έπαιζαν και κορόιδευαν το ένα το άλλο και η καρδιά μου ήρθε στη θέση της. Για μια ακόμη φορά διαπιστώνω ότι οι φωνές των μικρών αγοριών βρίσκονται στις ίδιες συχνότητες με των γυναικών όπως και ότι μερικοί άντρες μοιάζουν με γριές. Τα βήματα του Μοναχικού Δίποδου ακούστηκαν πιο κάτω και φάνηκε η σκιερή φιγούρα του να μυρίζει τα γιασεμιά που κρέμονταν από τα κάγκελα μιας αυλής. Όμορφα. Δεν είναι κατά συρροή δολοφόνος γυναικών αλλά μάλλον ένας απλός μυριστής της νύχτας.
Το ταξίδι στην πόλη συνεχίστηκε. Περπατήσαμε πάρα πολύ, αχόρταγα φτάναμε τους δρόμους μέχρι το τέλος τους μέχρι που ένας γδούπος έσπασε το ρυθμό των βημάτων. Ήμουν εγώ που στην προσπάθειά μου να μην τον χάσω από τα μάτια μου, μπέρδεψα τα πόδια μου και σωριάστηκα κάτω με τα χέρια στην άσφαλτο. Μέχρι να τινάξω τις παλάμες μου και τα γόνατά μου περίμενα ότι θα τον είχα χάσει. Όμως όχι. Εκείνος είχε σταθεί ακίνητος χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει. Σαν να περίμενε να αφουγκραστεί την επάνοδό μου. Προφανώς περίμενε εμένα. Ήξερε πως τον ακολουθούσα. Πρέπει να το ήξερε αρκετή ώρα τώρα. Πόση άραγε; Νόμιζα ότι ήμουν προσεκτική. Περίμενα ότι θα νευρίαζε ή θα μου έλεγε κάτι, όμως όχι. Όταν σηκώθηκα, κίνησε κι αυτός μπροστά, σαν να ήταν η μηχανή του τραίνου.
Τον ακολούθησα λίγα βήματα ακόμα, αλλά όταν σκέφτηκα την κατάσταση ντράπηκα, τρόμαξα, φοβήθηκα, απόρησα με τον εαυτό μου που βρήκα το κουράγιο να ακολουθήσω τόση ώρα έναν ξένο άνθρωπο μέσα στο βράδυ. Γύρισα σπίτι χωρίς να έχω μετανιώσει για τη μικρή περιπέτεια, αλλά αποφασίζοντας να μην ξανακάνω κάτι τέτοιο.
Δεν πρέπει να πέρασαν πάνω από δύο λεπτά από τη στιγμή που εναπόθεσα το καλοκουρασμένο μου κορμί στο κρεβάτι και ο ύπνος με πήρε στα πιο βαθιά του στρώματα. Τότε είδα αυτό το όνειρο. Όλα ήταν λέει άσπρα, ένα άσπρο κενό. Ο νυχτερινός περιπατητής είχε βάλει πλώρη για ευθεία μπροστά, όμως σε έναν τεράστιο νοητό καθρέφτη το είδωλό του ερχόταν πίσω, δηλαδή κατά πάνω μου αδυσώπητα, σπάζοντας εκκωφαντικά μια-μια τις βιτρίνες μπροστά μου σαν οδοστρωτήρας. Κρόου κρίουυυυ κατεδαφίζονταν ολόκληρα τα γυάλινα κτίρια. Ξύπνησα με γουρλωμένα μάτια με μια έξαψη που είχα χρόνια να νιώσω. Όχι τρομαγμένη έξαψη. Μάλλον έμπνευση! Το μυαλό μου άδειασε από τις μίζερες σκέψεις που είχαν μαζευτεί σαν παχουλό κατακάθι του καφέ και ανάπνεε. Μια ιδέα σαν μανιτάρι! Να ψάξω να τον βρω. Να τον ακολουθήσω όπου πάει.
Την επόμενη κιόλας πήγα στο πάρκο από όπου είχαμε περάσει χτες και όπου είχε σταθεί περισσότερο από οπουδήποτε για να μυρίσει μια συγκεκριμένη νεραντζιά που μύριζε πραγματικά πιο ωραία από οτιδήποτε έχω μυρίσει τα τελευταία χρόνια. Μόνο αυτή! Όχι οι διπλανές της! Ήταν ανοιχτό το μέρος και είχα ένα ευρύ οπτικό πεδίο για να ψάξω. Στήθηκα από νωρίς και περίμενα. Και φάνηκε, ταχύς ήρθε από την κεντρική είσοδο. Με αντιλήφθηκε από μακριά. Σταμάτησε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου και συνέχισε. Τον ακολούθησα όπως το πεινασμένο πούμα ακολουθάει τη λεία του. Η διαδρομή ήταν σχεδόν η ίδια, κάναμε πάλι μια μικρή καμπύλη και μετά βγήκαμε στον ίδιο δρόμο με χτες μέχρι το τέρμα του, σε μια αραιοκατοικημένη περιοχή. Ο δρόμος σε εκείνο το σημείο κοβόταν και ακολουθούσε ένα πολύ μικρό ποτάμι με καλαμιές, βρώμικο, τσαλακωμένο, περιφρονημένο και αυτός στάθηκε εκεί. Έμεινα αρκετά πίσω γιατί φοβόμουν και περίμενα. Αλλά παρέμεινε έτσι, να κοιτάει το ποταμάκι. Μετά κάθισε σε μια άκρη και κοιτούσε το ποτάμι χωρίς ποτέ να κοιτάξει πίσω του. Ίσως είχε κουραστεί. Κουράστηκα να περιμένω και εγώ και έφυγα.
Η άρρητη και αμίλητη μυστκή συμφωνία μας ήταν ραντεβού στις 8μιση στη νεραντζιά, κανείς δεν αργούσε. Εγώ πάντα λίγο πιο νωρίς (εγώ πιο νωρίς;σπάνιο!) και αυτός περνούσε μπροστά, πάντα στη ώρα του σαν το μετρό.
Θα αναρωτιέται κανείς γιατί δεν του μιλούσα. Και εγώ αναρωτιέμαι, απλά αυτό μου υπαγόρευσε ο εαυτός μου, η διακριτικότητά μου γιατί είμαι και πολύ διακριτική παρότι περίεργη, αυτό μου υπαγόρευσε η ακατάληπτη γλώσσα του σώματος, είχε κάτι το απρόσιτο που δεν μπορούσα να το προσπεράσω και το σεβάστηκα. Δεν του μίλησα.
Το κριτσάνισμα των παππουτσιών μου στην άσφαλτο έγινε η νούμερο 1 μελωδία μου. Η απαραίτητη τροφή για τα αυτιά μου. Άνοιξε ένας διακόπτης στο μυαλό μου. Σαν μια μουσική που κάνει τη ζωή σου να μοιάζει με ταινία, ότι όλα συμβαίνουν εδώ και τώρα ότι κάθε πράξη μου επηρεάζει τη ροή της ιστορίας, ότι είμαι ένα απαραίτητο σκατολοίδι στην πορεία αυτού του παράξενου κυττάρου που λέγεται σύμπαν.
Έγινε η καθημερινή μου απασχόληση. Ακύρωνα ραντεβού και συνεντεύξεις που είχα κανονίσει εβδομάδες πριν. Χάθηκα από τους φίλους. Έχασα κιλά και ένιωθα πιο πολύ το σώμα μου και τις ανάγκες του. Δεν πεινούσα τόσο πια. Πλακουτσοί μύες αναθάρρήσαν περήφανοι. Απέκτησα ένα σθένος που μου έλειπε. Που ήξερα ότι το είχα αλλά είχε θαφτεί κάπου ανάμεσα στις τυρόπιτες και το ίντερνετ.
Κάθε βράδυ ανακάλυπτα νέες ομορφιές, νέες μυρωδιές, καταλάβαινα τις αλλαγές του ένα μήνα από τον άλλο, στις πιο μικρές του λεπτομέρειες, στα δέντρα, που έριχναν τα φύλλα τους και μετά άνθιζαν, στα αστέρια, στον ουρανό, στους ανθρώπους και στα ρούχα που έβαζαν και μετά έβγαζαν. Αφού δε μιλούσαμε και ποτέ, έχοντας πάντα μια απόσταση ασφαλείας 20 μέτρων περίπου, είχα πάρει μαζί μου μουσική να ακούω. Κάποιο από τα κομμάτια που άκουγα είχε συμπέσει ακριβώς με το ρυθμό περπατήματος του Ντράκυλα. Όταν πήγα σπίτι βρήκα πως ήταν 122 bpm. Το έβαλα και άλλες νύχτες και ήταν πάλι μέσα στο τραγούδι. Την επόμενη πήρα τον μετρονόμο μου μαζί από περιέργεια και διαπίστωσα πως ο άνθρωπος είχε ''εντοιχισμένο'' μετρονόμο σταθερά στα 122, εκτός βέβαια από τις μικρές αναγκαστικές στάσεις σε μύρισμα λουλουδιάνω, φανάρια κτλ.
Μύριζα τα ίδια δέντρα που ευλαβικά σταματούσε να μυρίσει ο Ισχνός Οδηγός μου. Αυτή η ιεροτελεστεία είχε γίνει και για μένα πλέον ιερή και σαν καλή μαθήτρια ήξερα από πριν πια, που σταματάμε και προετοιμαζόμουν. Τρελαινόμουν να βλέπω μέσα στα σπίτια τα φωτισμένα που έχουν αφήσει ανοιχτές κουρτίνες, μια βιβλιοθήκη, κάποιος έπαιζε πιάνο, κάποια μαγείρευε κάτι λαχταριστό, μίνι επισκέψεις στις ζωές ξένων ανθρώπων, πίνακες στους τοίχους και στοργικά φωτιστικά που ζέσταιναν με θαλπωρή το χώρο, ξυπνώντας μέσα σου την ανάγκη για φώλιασμα. Μετά φτάναμε πάντα στην αραιοκατοικημένη περιοχή, στο ποτάμι όπου πάντα ο Αεικίνητος σταματούσε και τον άφηνα επιστρέφοντας σπίτι.
Όλα μαγικά άλλαζαν προς το καλύτερο. Η ζωή μου είχε ανθίσει και ήμουν συγκεντρωμένη και διαυγής. Δεν φοβόμουν, είχα τη μυστική μου δύναμη, το δάσκαλό μου. Προτάσεις έπεφταν από παντού για δουλειά. Μάλιστα μου τηλεφώνησαν από τη δουλειά που πάντα ήθελα όμως ήταν σε άλλη πόλη. Αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να εγκαταλείψω τις περπατονύχτες με τον Ντράκυλα. Ήταν ένα μεγάλο δίλημμα και η αλήθεια είναι ότι πλεόν λίγο με ενδιέφερε να «αποκατασταθώ επαγγελματικά». Από την άλλη όμως μια τέτοια αλλαγή θα ήταν κίνηση και οποιαδήποτε κίνηση ήταν πρόκληση και ζωή για μένα. Έτσι πήρα την απόφαση να φύγω και να φτιάξω και εγώ μια δική μου φωλιά, ζεστά φωτισμένη γεμάτη βιβλία και σπιτικές μυρωδιές όπως αυτές που ζήλευα και παρατηρούσα στις μεγάλες βόλτες. Θα συνέχιζα βέβαια να περπατάω.
Έτσι έγινε. Έπρεπε αμέσως να μαζέψω τα πράγματά μου και να φύγω την ίδια μέρα, πριν προλάβω καν να χαρώ μια αποχαιρετιστήρια Ντρακυλοβραδιά. Προσγειώθηκα στη νέα πόλη και στη νέα δουλειά νιώθοντας το ίδιο δάγκωμα στην καρδιά με εκείνο της βουτιάς από ψηλά σε κρύα νερά. Βρήκα ένα μικρό διαμέρισμα με ζεστό ξύλινο πάτωμα και το γέμισα βιβλία και πίνακες, φωτιστικά και μπιριμπιλόνια.
Οι πρώτοι μήνες της προσαρμογής ήταν δύσκολοι και ο χρόνος δεν έφτανε ούτε καν για να σκεφτώ αν είχε αντιληφτεί την απουσία μου ο Ντράκυλα. Γυρνούσα στο σπίτι, χώμα από τη δουλειά σαν κάλτσα ποδοσφαιριστή και τις λίγες ώρες που απέμεναν, ταίριαζα και ξαναταίριαζα το σπίτι μου. Μόνο όταν έπεφτα για ύπνο κλώτσαγε μέσα μου η ανάγκη του περπατήματος σαν τίγρης στο κλουβί. Όμως το κουρασμένο μυαλό μου έκλεινε τα μάτια μου και άλλη μια μέρα έφευγε απερπάτηστη.
Πέρασαν μήνες και προσαρμοζόμουν όλο και περισσότερο στις νέες συνθήκες. Μερικά βράδια πήγα για περπάτημα αλλά δεν είχε κάποιον ενδιαφέρον άνθρωπο να ακολουθήσω. Κανείς δεν έκανε τις μεγάλες ατέλειωτες βόλτες του Ντράκυλα και αυτό με στεναχωρούσε. Η νέα πόλη ήταν όμορφη αλλά ήταν ζωντανή μόνο τις ώρες καταστημάτων. Μετά νέκρωνε, όλοι γυρνούσαν στις φωλιές τους καταναλώνοντας όσα πρόλαβαν να πάρουν τις ώρες καταστημάτων. Και εγώ μαζί. Άρχισα να παραμένω σπίτι αφομοιώνοντας πάλι όγκους κινηματογραφημένης κίνησης, ταινίες δράσης για να αναπληρώσουν τις χαμένες νύχτες περπατήματος. Η τίγρης σταμάτησε να κλωτσάει και στη θέση ήρθε μια αράχνη να πλέξει ένα χοντρό κουκούλι ματαιότητας γύρω μου. «Ε και;» ήταν η απάντηση στις περισσότερες σκέψεις μου και τώρα ήταν χειρότερα γιατί είχα αυτή την εργασιακή ασφάλεια που μπορεί πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι η αβεβαιότητα να σε μεταμορφώσει σε ένα άδειο σακί χωρίς συνείδηση.
Είδα τον εαυτό μου σιγά σιγά να αποκτάει ένα είδος εγωισμού που δεν είχα συνηθίσει, μίλαγα πολύ περισσότερο στις συζητήσεις αλλά δεν τα πίστευα όλα τόσο και όταν γυρνούσα σπίτι αναρρωτιόμουν αν όντως τα ένιωθα. Φαίνεται πως αν δεν επιβεβαιώνεις στον εαυτό σου καθημερινά, με τον τρόπο ζωής σου μια ιδέα, έρχεται κάποια στιγμή ποτ ούτε ο ίδιος πείθεται.
Ήξερα ότι είναι σωστό να με ενδιαφέρουν οι άλλο άνθρωποι αλλά δε με ενδιέφεραν και όταν το τηλέφωνο χτύπησε ένα μεσημέρι Κυριακής σε ένα γεύμα με τους νέους φίλους μου, σπίτι μου και ήταν άλλη μια διαφημίστρια τηλεφωνικής εταιρείας, έκανα μια μίνι επίδειξη των αυτοσχεδιαστικών μου ικανοτήτων με έναν τρόπο που μου άφησε άσχημη γεύση μετά, όταν έμεινα μόνη μου. Δεν περίμενα όταν τη ρώτησα «Σας αρέσει η δουλειά σας;» να μου απαντήσει «ναι και βέβαια μου αρέσει, γιατί να μη μου αρέσει». Ένιωσα ότι τελικά θέλει πολύ περισσότερη δύναμη απ’ ότι νόμιζα για να μη με καταπιεί η άνεση που είχα αποκτήσει. Μήπως να ανησυχήσω γι αυτό ή να δω την ταινία που είχα βάλει να κατεβαίνει; και έκανα το δεύτερο.
Το βράδυ ήταν σάπιο και με πήρε ο ύπνος με ένα πακοτίνι στο μάγουλο και την οθόνη με το στόμα ανοιχτό να με καταβροχθίζει με βαρυσήμαντους αμερικανοδιαλόγους. Κάποιες στιγμές σαν να άκουγα ένα τρίξιμο στο μέσα δωμάτιο αλλά ήμουν τόσο κουρασμένη να πάω να δω. Μετά από λίγο να σου πάλι το τρίξιμο, σαν να ήταν από το μπαλκόνι που όμως είναι ψηλό, αποκλείεται να ανέβει κάποιος, χαλάρωσε και κοιμήσου έμοιαζε να μου λέει ο Μόργκαν Φρίμαν μέσα από την ταινία που έπαιζε. Μετά όμως ένα σπάσιμο τζαμιού με έκανε να κοκαλώσω με έναν κρύο ιδρώτα να με λούζει σαν κινέζικο βασανιστήριο. Έχοντας προσφάτως δει ένα ντοκυμαντέρ για το πώς να αντιδράς όταν βλέπεις αρκούδα, ενστικτωδώς αντέδρασα έτσι ακριβώς, κάνοντας την ψόφια. Περίμενα, περίμενα να ακουστεί ένας νέος ήχος, μια νέα πληροφορία, όμως τίποτα και έτσι σηκώθηκα αρπάζοντας το τηλεκοντρόλ σαν όπλο, για άγνωστο λόγο, και πατώντας το προαναφερθέν πακοτίνι που έπεσε πάνω στο χαλί πλησίασα στο μέσα δωμάτιο και στο πάτωμα είδα όντως σπασμένα τζάμια και μια πέτρα με ένα σημείωμα. Το άνοιξα και έγραφε:
«ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΑΚΙΝΗΣΙΑΣ, ΤΙΠΟΤΕ ΑΠΟ ΟΣΑ ΛΕΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΩΣΤΟ».
Άνοιξα το παράθυρο και κοίταξα κάτω στο δρόμο. Στο τέλος του δρόμου σε ένα ημιφωτισμένο υγρό δρομάκι το γερακίσιο μάτι μου αντιλήφθηκε κίνηση και ήταν μια γνωστή φιγούρα. Ήταν αυτός! Ναι αυτός ο Ντράκυλα! Τι δουλειά είχε εδώ και τι ήταν αυτό το τεράστιο πράγμα που κρατούσε στα χέρια του; Βλέπω καλά; Ένα γιγάντιο σαλάχι στην αγκαλιά του, ντυμένο με ακριβά ρούχα ράπερ και χρυσή καδένα. Όπα. Κάτι δεν πάει καλά εδώ. Αυτό το σαλάχι παραείναι καλοντυμένο για να είναι αληθινό, η υπόθεση βρωμάει όνειρο. Και ξύπνησα. Ήταν όμως τόσο μα τόσο αληθοφανές που πήγα τρεμάμενη με όλες τις τρίχες όρθιες, (ακόμα και το χαλί είχε αναμαλλιαστεί συμπάσχοντας). Όμως όλα ήταν κανονικά, το τζάμι στη θέση του. Η καρδιά μου ακόμα βάραγε σαν νάιτ κλαμπ. Ήταν το δεύτερο όνειρο που έβλεπα με αυτόν τον άνθρωπο και πάλι το ένιωθα σαν – ίσως ήταν - όραμα. (εκτός από το σαλάχι). Ήταν ένα χτύπημα, μια φωτονιακή ενδοεπικοινωνία με τον Ντράκυλα! Ή αν θέλουμε να το δούμε λιγότερο μεταφυσικά ήταν ο εαυτός μου που είχε σιχαθεί αυτό που γινόταν και ήθελε να επιστρέψει στην τιγρίσια φύση που ο κινούμενος δάσκαλος μου είχε ξυπνήσει.
Κατάλαβα ότι μόνο αν κινούνται όλα τα επίπεδα της ύπαρξής μου μπορούν να επιβιώσουν. Οποιαδήποτε άλλη ρύθμιση στην κονσόλα του εαυτού θα ήταν λάθος, θα έχασκε. Η κίνηση είναι η λέξη κλειδί εδώ. Η κίνηση σαν πανάκεια, το μυστικό της αθανασίας, το Α και Ω της ύπαρξης, η μίμιση του ποταμού που είναι αιώνιος, των ουράνιων σωμάτων και της ζωής γενικότερα είναι αυτή. Η κίνηση. Η κίνηση του μυαλού, η κίνηση του πνεύματος, η κίνηση των συναισθημάτων. Αλλά πρώτα πρέπει να κινηθείς σωματικά. Αυτό έγινε το μανιφέστο μου.
Το κίνημά μου. Έφτιαξα μια αφίσα.
“Νυχτερινοί Περπατητές.
Δε χρειάζονται λόγια, ούτε λεφτά, μόνο δύο πόδια.” Ενθουσιάστηκα με το σλόγκαν και τις φανταστικές ικανότητές μου στο μάρκετινγκ.
Δε μπορεί! Μέσα σε αυτή την πόλη γεμάτη λίπος και υγρασία κάποιοι άνθρωποι θα είναι σαν και μένα. Θα ψάχνουν και αυτοί έναν τρόπο να αναστηθούν! Είχα ένα προαίσθημα ότι θα έρθει κόσμος. Θα γίνει χαμός!
Στο σημείο συνάντησης που όρισα και ήταν πολύ ξεκάθαρο, τελικά ήταν μόνο ένας τύπος με γκρίζα αραιά μαλλιά, γύρω στα 60 και ένας σκύλο. Με ρώτησε:
«Είσαι για την αφίσα;»
«Ναι εγώ την έκανα»
«Ήρθα λίγο νωρίς» είπε.
«Θα έρθετε;»
«Ναι, υπάρχει πρόβλημα να έρθω;»
«Όχι. Όχι βέβαια. Ας περιμένουμε λίγο.»
Πέρασαν 25 λεπτά αμήχανου διαλόγου και αναμονής. Όχι δεν είμαι από δω, ναι έχει υγρασία, ναι ίσως βρέξει γι αυτό δεν ήρθαν άλλοι. Ο σκύλος είναι της γειτονιάς αλλά πάντα του έκανε παρέα όποτε έβγαινε βόλτα, γι αυτό χωρίς λουρί. Μετά με ρώτησε εύλογα:
«Πώς σου ρθε αυτό εσένανε;»
Του είπα απλά ότι αυτή η πόλη δεν έχει πολλά ενδιαφέροντα πράγματα να κάνει κανείς, ότι μου έλειπε η κίνηση και ότι είναι ωραίο να τη μοιράζεσαι. Και αφού το έφτιαξα λίγο στο μυαλό μου, μετά από μικρή παύση του είπα: «Το έχω δοκιμάσει και σε άλλη πόλη. Θέλει όμως γρήγορο περπάτημα, χωρίς πολλές στάσεις».
«Ναι. Οπωσδήποτε.» είπε κλείνοντας τα μάτια του για να δώσει έμφαση στο «οπωσδήποτε», μια κίνηση που μου φάνηκε τόσο παιδική και αμέσως τον συμπάθησα.
«Εγώ ήρθα, γιατί είδα την αφίσα και μην κοιτάς τώρα, εγώ περπατούσα πολύ. Πήγαινα από χωριό σε χωριό, όλα απάνω τα γύρναγα.»
Ο σκύλος είχε κουραστεί και ρουθούνιζε «άντε τι κάνουμε;». Είχα αρχίσει και απογοητευόμουν που δεν έρχονταν και άλλα άτομα. Που είναι οι ορδές από ορεξάτους νυχτοπερπατητές που είχα φανταστεί να κατακλύζουν την πόλη. Τόσο πεζή είναι η πραγματικότητα; Ή μάλλον τόσο «καθόλου πεζοί;»
Τέλος, του είπα:
«Ας περιμένουμε 5 λεπτά ακόμα και αν δεν έρθει κανένας το αφήνουμε ε;» «Τι αφήνουμε; Εσύ δε μου έλεγες τώρα ότι σου λείπει το περπάτημα;»
«Ναι έχετε δίκαιο. Ναι, ας πάμε. Πάμε τώρα. Δεν νομίζω να έρθει κανείς άλλος.»
«Και που θα πάμε;»
«Θέλετε να προτείνετε εσείς που ξέρετε και την πόλη;»
«Α! Ξέρω ναι, να πάμε στο βοτανικό κήπο είπε, είναι πολύ ωραία εκεί να δεις πώς μυρίζουνε τα βότανα!»
Ξεκινήσαμε χωρίς να πολυμιλάμε και ευτυχώς περπατούσε αρκετά γρήγορα.
«Το όνομά σας δεν μου είπατε»
«Γεράσιμος» είπε.
Ένιωθα αρκετά άβολα στην αρχή, κυρίως γιατί δεν είχαμε και πολλά να πούμε. Και ίσως δεν χρειαζόταν. Επιπλέον ήταν και ένας παράφορος μυριστής όπως ο Ντράκυλα αφού διάλεξε το Βοτανικό Κήπο και αυτό μου φάνηκε πολύ καλό σημάδι.
Τελικά παρά την έλλειψη του κόσμου η βόλτα αποδείχτηκε πολύ αναζωογονητική και μυρωδάτη. Τόλμησα να ξαναβάλω την αφίσα μετά από μια βδομάδα όταν ένιωθα να ξανακυλάω στο λαπά της καθημερινότητας. Πρόσθεσα το «Κάθε μέρα στις 21:00». Θα το κάνω κάθε μέρα σκέφτηκα και όποιος θέλει ας έρθει. Δεν μπορώ να ζήσω αλλιώς. Έστειλα και μήνυμα στο Γεράσιμο και του είπα για το καθημερινό. Μου είπε ότι δεν μπορεί κάθε μέρα αλλά θα ερχόταν σήμερα και όποια άλλη φορά ευκαιρούσε.
Αυτή τη φορά ήταν αλλιώς. Ήρθε ο Γεράσιμος, ο σκύλος του, δύο κοπέλες γύρω στα 19 και ένας καθηγητής πληροφορικής γύρω στα 40. Γνωριστήκαμε, τους εξήγησα για την ταχύτητα, όχι βιτρίνες και χάζεμα. Ο Γεράσιμος τους είπε ότι βοηθάει να έχεις ένα σταθερό γρήγορο ρυθμό. Προσπάθησα να πιάσω τα 122 bpm του Ντράκυλα αλλά ήταν δύσκολο με πολλά άτομα και με κοιτούσαν περίεργα που επιτάχυνα μόνη μου Έτσι αφέθηκα στη συλλογική ταχύτητα.
Γεράσιμος μπροστά, μας οδηγούσε σε ένα εγκατελλειμένο σταθμό τραίνων. Οι κοπέλες έμεναν πίσω στην αρχή. Ο Γεράσιμος γύρισε και με κοίταξε με ένα πολύ φιλικό και καθησυχαστικό βλέμμα και τελικά κάποια στιγμή απορροφηθήκαμε όλοι από το ρυθμό και από την ησυχία της νύχτας. Οι κοπέλες συγκέντρωσαν το βλέμμα τους μπροστά και αυτό με χαροποίησε πολύ. Ο παλιός σταθμός των τραίνων ήταν ένα μαγικό σημείο της πόλης που δεν ήξερα καν ότι υπήρχε. Είχαν φυτρώσει παντού με θράσσος αυτά τα δυνατά φυτά που σπάνε το τσιμέντο και θα ηθελα να τους μοιάσω. Ένα μοναχικό, γενναίο, παιχνιδιάρικο κελάηδισμα ενός νυχτερινού πουλιού σαν αηδονιού, αντηχούσε στα δέντρα γύρω και όλοι καναμε ησυχία να το ακούσουμε και τα πρόσωπα μας φωτίζονταν από την πανσέληνο και είχαμε όλοι αυτην την έξαψη της ανακάλυψης και ακόμα περισσότερο ο Γεράσιμος που καμάρωνε που μας έφερε. Αυτή η στιγμή φωτογραφήθηκε στο μυαλό μου. Πήγε πολύ καλά.
Την επόμενη να σου πάλι ο Γεράσιμος, ο σκύλος, η μία από τις δύο κοπέλες, ο καθηγητής, τρεις φοιτητές που είχαν εξεταστική και ήθελαν να ξεσκάσουν, συν μια κομμώτρια γύρω στα 45 και εγώ. Βάλαμε οδηγό τον καθηγητή που θα μας πήγαινε στο πιο ψηλό σημείο με την πιο ωραία θέα της πόλης μου λίγοι γνώριζαν. Πράγματι, αφού μας πέρασε από πολύ πολύ στενά δρομάκια, μετά από το σπίτι που γυρίστηκε μια ταινία του ‘50, μετά από το αγαπημένο του σύνθημα σε τοίχο της πόλης “ΟΣΑ ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΟΥ ΒΑΖΟΥΝ ΝΑ ΤΑ ΠΗΔΑΣ, ΚΑΙ ΝΑ ΠΗΔΑΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΣΤΑ ΒΑΖΟΥΝ -John” καταλήξαμε στο πιο ψηλό σημείο, με θέα όλη την πόλη να τρεμοβολάει τα φωτάκια της. Η βόλτα ήταν γεμάτη ενέργεια και παρατήρησα ήδη μια συναισθηματική λαίλαπα μεταξύ των τριών φοιτητών και της κοπέλας. Αγαπημένη βόλτα..
Την επόμενη σκέτος ο σκύλος του Γεράσιμου, οι δύο κοπέλες, ο καθηγητής, δύο από τους τρεις φοιτητές, η κομμώτρια και δυο φίλες της. Φλερτ μεταξύ της κομμώτριας και του καθηγητή. Ντροπαλότητα μεταξύ φοιτητών και κοριτσιών. Ενδιαφέρον. Ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη μου γυρνόντας σπίτι. Από αυτά τα χαμόγελα φυσικού χυμού ευτυχίας και ευγνωμοσύνης.
Μέρα με τη μέρα εμφανίζονταν καινούρια πρόσωπα, πολλές φορές έλειπαν άλλοι, ο Γεράσιμος ήταν σχεδόν πάντα εκεί. Ο σκύλος πάντα.
Μετά από τρεις μήνες είχε καθιερωθεί και έρχονταν πάντα τουλάχιστο 7-8 άτομα εκτός αν καμιά φορά ο καιρός ήταν αδυσώπητος. Μια από τις αγαπημένες μου φορές ήταν με πολλή βροχή. Κανονίζαμε πλέον και μέσω ίντερνετ τις λεπτομέρειες και πολλές φορές που δεν μπορούσα εγώ, γινόταν ούτως ή άλλως. Σε 6 μήνες το πράγμα ξέφυγε από τα χέρια της μαμάς του και σκίασε σαν αερόστατο όλη την πόλη. Στο χρόνο πάνω φτάσαμε στα 120 άτομα σαν γοργός μίνι επιτάφιος, σαν μικρή διαδήλωση ακόμματη πορευόμασταν περήφανοι. Δεν μιλούσε κανείς. Ήταν μαγικό. Ήμουν στα ουράνια! Με πλησίασαν άτομα από συλλόγους και αργότερα κάποια άτομα με πολιτικές διαθέσεις που τα απομάκρυνα αμέσως ξεκαθαρίζοντας παντού το λόγο ύπαρξης της ομάδας.
Δημιουργήθηκε ολόκληρο κύμα. Έμαθα ότι έγινε και σε μια γειτονική πόλη. Μέσα σε ελάχιστο διάστημα γιγαντιώθηκε, βγήκε στις ειδήσεις, σε βίντεο, εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα και αργότερα σε άλλες χώρες.
Ακόμα και όταν πήρε διαστάσεις που δεν μας άρεσαν, οι αρχικοί και σταθεροί περπατητές είχαμε βρει πλέον τρόπο να ξεφεύγουμε από τα πλοκάμια τους και να συνεχίζουμε ακάθεκτοι.
Κάποια στιγμή γύρισα και στην πόλη μου για διακοπές. Είχα μεγάλη λαχτάρα να δω τον Ντράκυλα, ακόμα και να του μιλήσω είχα σκεφτεί. Είχα σκεφτεί πολλές φορές πώς θα ήταν αν τον ξανάβλεπα. Ανυπομονούσα και είχα τρακ. Να συνεχίζει; Να κάνει άραγε την ίδια διαδρομή; Θα τον βρω 8μιση στη νεραντζιά; Ναι τον βρήκα 8μιση στη νεραντζιά, απαράλλαχτο σχεδόν. Χαμογέλασα και πήγα να τον χαιρετήσω, αλλά και πάλι δεν μου βγήκε. Η ταχύτητά του ήταν καρφί στα 122 και δεν μου έκανε καθόλου καρδιά να τον διακόψω. Τον ακολούθησα. Περάσαμε πάλι από την καμπύλη πάλι από τα γιασεμιά. Δάκρυσα μυρίζοντας τις ίδιες μυρωδιές γιατί αυτές είναι πιο δυνατές των αναμνήσεων από το αναμνησόκουτο. Η καρδιά μου γαργαλιόταν σαν κουτάβι και ένας κήπος από μπουμπούκια δημιουργήθηκε πάνω της μονομιάς.
Γεμάτη έφτασα ξωπίσω του πάλι στο ίδιο σημείο. Το ποταμάκι. Το αγαπημένο του. Γιατί σταματούσε πάντα εκεί; Θα περιμένω για πρωτη φορά όσο χρειαστεί, μέχρι αύριο σαν να μην υπάρχει αύριο. Θα περιμένω μέχρι να φύγει. Οι ώρες περνούσαν και αυτός, ο γνωστός αεικίνητος, ακίνητος τώρα εκεί, κοίταζε το σκοτεινό ποταμάκι μέσα στην ομίχλη σαν σκιάχτρο. Γλυκό αεράκι χόρευε αργά τις καλαμιές. Τα μάτια μου βάραιναν. Ο μέχρι πριν λίγο μαύρος ουρανός ήταν τώρα πιο διαλλακτικός προς τα χρώματα της ανατολής και άρχισε να κάνει πιο πολλή ψύχρα. Κάποια στιγμή ο Ντράκυλα σηκώθηκε όπως κάποιος που παίρνει μια σοβαρή απόφαση. Και άρχισε να περπατάει μέσα στο ποτάμι. Ήταν ιδέα μου; Περπατούσε αργά τώρα μέσα στο ποτάμι, πάνω στο ποτάμι; Δεν μπορούσα να δω μέσα στην ομίχλη. Ήταν αθόρυβος. Τελείως αθόρυβος. Δεν ήταν όνειρο. Ήταν αλήθεια σας βεβαιώ γι αυτό. Χάθηκε μέσα στο ποτάμι. Έμεινα μόνη να κοιτάζω και εγώ τώρα σαν το σκιάχτρο το σκοτεινό ποταμάκι μέσα στην ομίχλη. Δεν το πίστευα. Δεν μπορούσα να δω αν έβγαζε κάπου. Γύρισα σπίτι με τον ήλιο να ανατέλλει γοργά και σαν να κρυφογελούσε.
Αργότερα, την ίδια μέρα, κοίταξα αυτή τη διαδρομή του Ντράκυλα σε χάρτη. Γκούγκλαρα αυτό το σημείο που τελειωνε και βρήκα ότι όλη αυτή η διαδρομή ήταν παλιά ένα ποτάμι που καλύφτηκε. Το έκαναν δρόμο, το έπνιξαν, το δολοφόνησαν με μπετόν τα βακτηρίδια της γης. Θα ήταν πολύ όμορφο ένα ποτάμι μέσα σε αυτή την πόλη, αν το είχαν καθαρό. Τώρα, το μόνο που είχε απομείνει ήταν αυτό το μικρό κομματάκι, ένα βρώμικο ρυάκι γεμάτο σκουπίδια και ποντικούς στο τέλος του δρόμου, έξω από την πόλη. Ένα ποτάμι με τεράστια ιστορία από την αρχαιότητα, τότε που τα ποτάμια τα είχαν για θεούς και τα δόξαζαν. Ένα ποτάμι με πανέμορφο όνομα και ένα μύθο για το θεό του ποταμού που σταμάτησε λέει τα νερά του για να μυρίσει τα λουλούδια που είχε ερωτευτεί.
(η αφίσα ισχύει)