"Το βρήκα! θα ονοματίσουμε τα πράγματα για να μπορούμε να συνεννοηθούμε" ο άλλος θα του είπε
"Τι; τρελάθηκες; Αυτό μπορεί να οδηγήσει στο να σκλαβώσεις σε καλούπια έννοιες και πράγματα που αλλάζουν διαρκώς, φακέλωμα, θα κάνεις βούρκο ένα γάργαρο ποτάμι"
"Ναι εντάξει αλλά βολεύει ρε συ" θα είπε ο πρώτος
"Ναι, το όνομα βολεύει σαν εργαλείο αλλά σε λάθος στόμα υπάρχει ο κίνδυνος να διαστραφεί η ίδια η σημασία του"
"Μπα" θα είπε ο άλλος.
Μετά ο άλλος θα επέμενε με φράσεις του στυλ: "Και αν μας ξεφύγει κάτι και δεν το ονομάσουμε; Αποκλείεται μετά να έχουμε συνηθίσει αληθινά μόνο όσα έχουν όνομα και αυτό να το ξεχάσουμε ή να αγνοήσουμε πως υπάρχει;"
"Δεν υπάρχει περίπτωση να μας ξεφύγει τίποτα" θα είπε και έτσι θα άρχισαν τα ντράβαλα.
Υπάρχουν φυλές που έχουν μεταβλητά ονόματα για τα πάντα, ακόμα και για τους ίδιους τους εαυτούς τους και δεν εννοώ Μπάμπης ο Σουγιάς ή Πέτρος ο Πεταλούδας, ο Νώντας ο Ανακόντας. Λίγες φορές πλέον έχουμε την τύχη να συνειδητοποιούμε μια έννοια, μια φράση και μια ιδέα στο βάθος βάθος της, στην ουσία της. Κι απ' την άλλη υπάρχουν τόσα πράγματα που επειδή δεν τα έχουμε ονομάσει τα προσπερνάμε. Όπως αυτό το συναίσθημα που ευτυχώς δεν προσπέρασα σήμερα περπατώντας: Ο ήλιος των 3 μμ μου ζέσταινε τα μάγουλα καθώς περνούσα δίπλα από το ποτάμι και ένας κύριος πέρασε με το ποδηλατάκι του και μετά ένα σκυλί έτρεξε φτεροκοπώντας τα αυτιά του σαν μεταλλάς και τότε για μια νανοστιγμή συνειδητοποίησα ή θυμήθηκα ή ένιωσα ή κατανόησα τη λέξη "ελευθερία". Αλλά αληθινά στην ουσία της.
Βρέθηκα στην καρδιά της λέξης και στη γεύση της. Κάθε φορά που την επαναλάμβανα μέσα μου, ένας ιριδισμός, κάτι λαμπερό, παραπάνω από γαργάλημα πλημμύριζε τα κύτταρά μου και ένιωθα την καρδιά μου να αναπνέει. Ένιωσα την καρδιά μου να αναπνέει με ανακούφιση μέσα στην ουσία μιας λέξης. Και δεν υπάρχει λέξη γι αυτό το συναίσθημα, ούτε μπορώ να το εκφράσω. Και ίσως είναι καλύτερα έτσι. Λαθραία συναισθήματα αφακέλωτα. (γιατί ηχεί σαν στίχος πυξ λαξ αυτό;)